Αυτές τις μέρες στους διαδρόμους της ελληνικής Βουλής οι γερμανικές εκλογές είναι ένα βασικό θέμα συζήτησης. Παρά το γεγονός ότι το θρίλερ με τα μνημόνια έχει τελειώσει από το 2018, παρά το γεγονός ότι η ζόρικη και αλλόκοτη εμπειρία της πανδημίας έχει επισκιάσει σχεδόν τα πάντα, το ενδιαφέρον για το ποιος θα κυβερνήσει στο Βερολίνο, ποιος θα είναι το επόμενο άτυπο αφεντικό της Ευρωζώνης είναι τεράστιο. Με τις προτιμήσεις να ξεπερνούν τα κομματικά στεγανά, σε αντίθεση με τις εκλογές σε άλλες χώρες. Δεν είναι αυτονόητο, για παράδειγμα, τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας να μην στέλνουν τις ευχές τους στον ομοϊδεάτη τους Άρμιν Λάσετ, καθώς το ζητούμενο είναι η μόνιμη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, κάτι που ο Χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος έχει αποκλείσει.
Ωστόσο - κι αυτό είναι ασυνήθιστο- το ενδιαφέρον δεν επικεντρώνεται πρωτίστως σ’ αυτό που έρχεται, αλλά σ’ αυτήν που φεύγει. Για κανέναν απερχόμενο ηγέτη δεν έχουν γίνει τόσα αφιερώματα στον ελληνικό Τύπο, δεν έχουν γραφτεί τόσα άρθρα, δεν έχουν ετοιμαστεί τόσοι αποχαιρετισμοί, όσα για την Άνγκελα Μέρκελ. Ούτε καν για τον Μπάρακ Ομπάμα, που φρόντισε να περάσει από την Ακρόπολη το 2016, πριν αποχωρήσει οριστικά από τον Λευκό Οίκο. Άλλωστε και ο 44ος Αμερικανός πρόεδρος είχε αφήσει τα... κλειδιά του ελεύθερου κόσμου στα χέρια της Μέρκελ- κι όχι του Ντόναλντ Τραμπ.
Η καγκελάριος που αγαπούσαμε να μισούμε
Αγαπητή δεν ήταν ποτέ η Μέρκελ στην Ελλάδα, ελάχιστοι μπόρεσαν να της συγχωρήσουν την απροθυμία της να δράσει εγκαίρως όταν ξέσπασε η ευρωκρίση, καθώς είχε πάντα στο μυαλό της την επόμενη τοπική εκλογική αναμέτρηση στη Γερμανία. Αυτές τις καθυστερήσεις οι άνθρωποι στην Ελλάδα τις πλήρωσαν ακριβά - και γι’ αυτό κατηγορούν τη χαλκέντερη καγκελάριο δεξιοί και αριστεροί, συστημικοί και αγανακτισμένοι. Το μόνο που έκανε τη Μέρκελ να φαντάζει κάποιες στιγμές συμπαθητική στα μάτια των κοινών θνητών, στο απόγειο της ευρωκρίσης, ήταν η σύγκριση με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που οι περισσότεροι Έλληνες δεν αποδέχθηκαν ποτέ από την ημέρα που ανέλαβε το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών - και ατύπως τα ηνία του Eurogroup.
Στο πολιτικό επίπεδο, πάλι, όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί που συνυπήρξαν με την Άνγκελα Μέρκελ - κι ήταν πολλοί - θέλησαν να βρουν έναν τρόπο επικοινωνίας μαζί της, με τον Αντώνη Σαμαρά να το προσπαθεί το 2014 πιο σκληρά απ’ όλους και να παίζει το χαρτί του αριστερού κινδύνου. Ένα χαρτί που έχει παίξει επανειλημμένα και η Μέρκελ, τελευταία φορά μάλιστα κατά την αποχαιρετιστήρια ομιλία της στη γερμανική Βουλή στο τέλος Αυγούστου. Κι όμως την καλύτερη σχέση την έχτισε η Μέρκελ με τον Αλέξη Τσίπρα, αυτόν που προεκλογικά έλεγε «Go back μαντάμ Μέρκελ». Εν μέρει διότι, παρά τις έντονες πολιτικές διαφορές τους, ταίριαξε η προσωπική χημεία τους, κάτι που ήταν ορατό από την πρώτη επίσκεψη Τσίπρα στην καγκελαρία. Αλλά κι επειδή η Μέρκελ είχε αυτή την αναπάντεχα ηρωική στάση απέναντι στους πρόσφυγες το φθινόπωρο του 2015 - κάτι που έκανε τους αριστερούς που τη «μισούσαν» να της βγάλουν το καπέλο, τουλάχιστον για το σύντομο διάστημα που επέμεινε στην πολιτική του καλωσορίσματος κόντρα στις πιέσεις του κόμματός της.
Χωρίς την κλασική αλαζονεία
Καθώς έχουν γραφτεί εκατομμύρια λέξεις στον ελληνικό Τύπο για τη Μέρκελ, σχεδόν όλοι οι Έλληνες ξέρουν ότι είναι μια προσγειωμένη γυναίκα, που ξέρει πόσο κάνει ένα κιλό πατάτες - και το εκτιμούν. Ξέρουν ακόμη ότι είναι μια ισχυρή πολιτικός, που διαπραγματεύεται μέχρι τελικής πτώσεως, που επιδιώκει συμβιβασμούς, προς το συμφέρον της χώρας της βεβαίως. Ξέρουν ότι δεν είναι φιλάρεσκη κι έχουν ακούσει ότι δεν είναι αλαζονική. Βέβαια αυτή είναι η εμπειρία των Γερμανών από τη Μέρκελ, όχι των Ελλήνων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια κάπως διαφορετική αλαζονεία από την αρχή της κρίσης, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου.
Η Μέρκελ, πριν κόψει το 2011 μαζί με τον τότε Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί τα φτερά του Παπανδρέου στις Κάννες, είχε συμφωνήσει με τον Έλληνα πρωθυπουργό να κάνουν κάτι για να αντιμετωπίσουν το αντιγερμανικό κλίμα στην Ελλάδα. Κάτι σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, κατά προτίμηση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μόνο που η Μέρκελ αποφάσισε να αναθέσει τον ευαίσθητο αυτό ρόλο στον Χανς-Γιόαχιμ Φούχτελ, έναν πολιτικό που σύντομα έγινε για τους Έλληνες η ενσάρκωση του «άσχημου Γερμανού», χωρίς να νοιαστεί εάν αυτή η επιλογή της θα έθιγε πολλούς, επιβαρύνοντας περαιτέρω το αντιγερμανικό κλίμα. Η κυρίαρχη ερμηνεία τότε στην Ελλάδα ήταν ότι η Μέρκελ απλά προσπάθησε να ξεφορτωθεί έναν όχι ιδιαίτερα αγαπητό υφυπουργό της κυβέρνησής της, και τον έστειλε στους... υπηκόους της του Νότου.
Η ευρωπαϊκή υπέρβαση της Μέρκελ
Όταν εκείνο το σκληρό καλοκαίρι του 2015 η Μέρκελ φρέναρε τον Σόιμπλε, που ήθελε να σπρώξει την Ελλάδα έξω από την Ευρωζώνη, πολλοί στην Ελλάδα είδαν στη στάση της καγκελαρίου την προσπάθεια να διατηρήσει τη συνοχή της Ε.Ε. Και μίλησαν για τη «μεγάλη Ευρωπαία». Ωστόσο, οι πεπεισμένοι ευρωπαϊστές τής καταλογίζουν ότι όλα αυτά τα 16 χρόνια δεν είχε όραμα για την Ευρώπη και ότι δεν έκανε τίποτε για να την πάει ένα βήμα μπροστά, παρά το γεγονός ότι για το μεγαλύτερο διάστημα της θητείας της ήταν με απόσταση η πιο ισχυρή ηγέτιδα της Ένωσης.
Η Μέρκελ δεν πάτησε ποτέ το γκάζι και το περιβόητο «βήμα- βήμα» της στην αντιμετώπιση των προκλήσεων αποδείχθηκε πολλές φορές τουλάχιστον αντιπαραγωγικό. Μόνο η τελευταία της στροφή, η στήριξή της στο Ταμείο Ανάκαμψης απέναντι στις συνέπειες της κορωνοκρίσης, αντιμετωπίζεται και στην Ελλάδα ως μια πολύ σημαντική συμβολή στην Ευρώπη. Ο φόβος το 2020 ήταν ότι η Μέρκελ θα στοιχιζόταν με τους “φειδωλούς” του Βορρά, αλλά τον τελευταίο χρόνο της στην καγκελαρία έκανε τη μεγάλη υπέρβαση. Με τους κυνικούς να επισημαίνουν μετά από αυτό στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι «Μέρκελ θα λέτε και θα κλαίτε».
Πηγή: DW
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!