Μια από τις πιο δύσκολες, αλλά και τις πιο κρίσιμες Διασκέψεις για το Κυπριακό, ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής που βασανίζει τη Μεγαλόνησο επί μισό αιώνα και αποτελεί μόνιμη εστία αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αρχίζει σήμερα στη Γενεύη.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που οι συντελεστές του διαλόγου προσέρχονται σε μια συζήτηση για το Κυπριακό με εντελώς διαφορετικές θέσεις. Παλαιότερα, η διαφορά ήταν η μορφή του ενιαίου κράτους, με την ελληνική πλευρά αλλά και τον ΟΗΕ να κάνουν λόγο για μιας μορφής Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία και την τουρκική πλευρά να μιλά για Συνομοσπονδία. Τώρα, η τουρκική πλευρά προσέρχεται στον «διάλογο» με διακηρυγμένη θέση την επίσημη διχοτόμηση, δηλαδή τη δημιουργία δύο ανεξάρτητων και ισότιμων κρατών. Η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή πλευρά είναι οι μόνες που υποστηρίζουν μια τέτοια λύση, ενώ ο διεθνής παράγοντας ταυτίζεται με τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών περί Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Σε απομόνωση η Τουρκία
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεκινά η άτυπη Διάσκεψη της Γενεύης έχει επίσης ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η Τουρκία βρίσκεται σε πλήρη διπλωματική απομόνωση από ολόκληρη τη Δύση -ακόμα και η Γερμανία δυσκολεύεται να την υποστηρίξει, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ανελαστικούς όρους και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της λεγόμενης «θετικής ατζέντας», αλλιώς είναι δυνατόν να υπάρξουν αντίμετρα, δηλαδή ευρωπαϊκές κυρώσεις. Αμερικανικές κυρώσεις η Τουρκία υφίσταται ήδη λόγω της αγοράς των αντιπυραυλικών συστημάτων S-400 από τη Ρωσία, κάτι που έχει επιδεινώσει σε πρωτοφανή βαθμό τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, την ώρα που εξελίσσεται κανονικά η δίκη της τουρκικής Halkbank, ενώ ο Τζο Μπάιντεν μόλις προχθές αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Αρμενίων, κάτι που ουδέποτε στο παρελθόν είχε κάνει άλλος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Χθες ο Ερντογάν απάντησε στο γνωστό, οξύ ύφος που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια και μίλησε για «γενοκτονία των Ινδιάνων της Αμερικής» και άλλα παρόμοια. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη για το καθεστώς Ερντογάν: Όχι μόνο δέχτηκε τη συνάντηση Μπάιντεν - Ερντογάν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ (14/6), αλλά ούτε καν ανακάλεσε τον πρέσβη της στις ΗΠΑ για διαβουλεύσεις, μια διπλωματική κίνηση πολύ συνηθισμένη εάν μια χώρα θέλει να εκφράσει τη διαμαρτυρία της για μια εξέλιξη.
Η Τουρκία, όμως, έχει συνηθίσει τη διεθνή κοινότητα άλλα να λέει στα μικρόφωνα και άλλα να συζητά στα διπλωματικά τραπέζια. Η σημερινή Διάσκεψη για το Κυπριακό είναι η πρώτη απόδειξη του αν η Τουρκία έχει αντιληφθεί το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται και, συνεπώς, εάν θα δώσει δείγματα στρατηγικής υπαναχώρησης, αφήνοντας ένα παράθυρο στον διάλογο, ή αν, αντίθετα, θα επιμείνει στη σκληρή στάση η οποία την απέκοψε από κάθε παλαιό της σύμμαχο και την έφερε στη σημερινή κατάσταση.
Τι έχει αλλάξει από το Κραν Μοντανά
Τα δεδομένα του Κυπριακού σήμερα επίσης έχουν μεταβληθεί από το καλοκαίρι του 2017, όταν έγινε ο τελευταίος γύρος των συζητήσεων για το πρόβλημα, στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας. Τότε ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ήταν ο Μουσταφά Ακιντζί, ένας μετριοπαθής πολιτικός που πραγματικά πίστευε και ήθελε να φτάσει στη λύση του Κυπριακού. Τώρα επικεφαλής της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι ο Ερσίν Τατάρ, που ταυτίζεται απόλυτα με τις ακραίες θέσεις του προέδρου Ερντογάν και πρωτοστατεί στη διατύπωση της θέσης περί «δύο ανεξάρτητων κρατών» την οποία Τουρκία και τουρκοκυπριακή πλευρά θα «σερβίρουν» σήμερα στη Γενεύη.
Σε αντίθεση με άλλες πτυχές της πολιτικής του (S-400, υπόθεση Halkbank, αναθεωρητικές πολιτικές σε Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, στρατιωτικές παρουσίες σε Λιβύη, Συρία, ακόμα και στη Σομαλία!), στο Κυπριακό ο Ερντογάν δεν δέχεται σημαντικές πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα. Ενδεικτικό είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέλος της οποίας είναι η Κύπρος, δεν προσκλήθηκε ως συνομιλητής αλλά μόνον ως παρατηρητής στη Διάσκεψη της Γενεύης, με αποτέλεσμα να στείλει έναν χαμηλόβαθμο παράγοντα για να παρακολουθήσει τις συνομιλίες.
Σύμφωνα με έρευνα του γερμανικού ιδρύματος Friedrich Ebert, περίπου το 1/3 των Τουρκοκυπρίων θέλει επανένωση του νησιού, ενώ ένα αντίστοιχο ποσοστό επιζητεί την ένωση με την Τουρκία. Αντίστοιχα στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό, η πίστη των νεότερων γενεών στην επίλυση του Κυπριακού έχει αδυνατίσει και έχει δώσει τη θέση της στην απογοήτευση. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει μια εκπεφρασμένη βούληση στην κοινωνική βάση οποιασδήποτε από τις δύο πλευρές για λύση του Κυπριακού και για παραχωρήσεις που αυτή η πλευρά θα μπορούσε να κάνει.
Οι θέσεις της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας
Η Αθήνα και η Λευκωσία προσέρχονται στη Διάσκεψη με τη θέση ότι πρέπει να αναζητηθεί μια λύση που να βασίζεται:
- Στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
- Στις ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου.
- Στις συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί στις συνομιλίες Χριστόφια - Ταλάτ.
- Στο κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη- Ακιντζί.
Συγκεκριμένα:
- Απόσυρση όλων των στρατευμάτων από το νησί.
- Κατάργηση του απαρχαιωμένου και μη αποδοτικού καθεστώτος των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων.
- Λύση ενός κράτους βιώσιμου και λειτουργικού.
- Έναρξη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ).
- Προβολή του μοντέλου της «αποκεντρωμένης Ομοσπονδίας».
Τι ζητάει η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι
- Αναγνώριση δύο λαών ισότιμων.
- Απόρριψη το σχεδίου για Ομοσπονδία, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά.
- Ισότιμο διεθνές καθεστώς (δηλ. δύο κράτη) για τους δύο λαούς.
- Κατάθεση «νέων ιδεών» στο τραπέζι, καθώς οι παλαιές αποδείχθηκε ότι δεν οδήγησαν σε λύση.
Τι απαντούν η Ελλάδα και η Κύπρος
- Δύο λαοί και δύο κράτη διαιωνίζουν το πρόβλημα -η Κύπρος θα αναφέρει αντίστοιχα παραδείγματα από τη διεθνή κοινότητα (π.χ. Βόρεια και Νότια Κορέα).
- «Ναι» στις νέες ιδέες, αλλά στο πλαίσιο που έχει ορίσει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.
Τι αντιπροτείνει η Βρετανία
Σε μια προσπάθεια συμβιβασμού των επιμέρους θέσεων, η Βρετανία (που συμμετέχει στη Διάσκεψη ως εγγυήτρια δύναμη) προτείνει τη διατήρηση ενός κράτους, αλλά τη μεταφορά των εξουσιών στις δύο κοινότητες (μιας μορφής χαλαρή συνομοσπονδία).
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!