Μόνο λίγο καιρό ξαπόστασε ο δημόσιος διάλογος από την κυριαρχία του θέματος των Τεμπών, και φαίνεται ότι ξανά προς τη… δόξα τραβά. Η διαβίβαση της δικογραφίας για τους πρώην υπουργούς Μεταφορών Χρήστο Σπίρτζη και Κώστα Καραμανλή από τον Άρειο Πάγο προς στη Βουλή, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην πολιτική αντιπαράθεση για την τραγωδία των Τεμπών και φέρνει εκ των πραγμάτων τη Νέα Δημοκρατία ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων.
Στη χθεσινή ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός. Παραδέχθηκε εμμέσως ότι ο Κώστας Καραμανλής, υπουργός Μεταφορών την ημέρα του τραγικού δυστυχήματος, δεν έχει ζητήσει από το κυβερνών κόμμα να εφαρμόσει και για τον ίδιο το «μοντέλο Τριαντόπουλου» δηλαδή τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, στην οποία θα κατατεθεί αίτημα για απευθείας παραπομπή του κ. Καραμανλή στον φυσικό δικαστή.
Ο κ. Μαρινάκης φρόντισε να προσθέσει, όμως, ότι από καθαρά νομικής πλευράς αυτή η επιλογή του κατηγορουμένου δεν κρίνεται απαραίτητη, συνεπώς άφησε ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο η Νέα Δημοκρατία να θέσει στον πρώην υπουργό το δίλημμα: Ή ζητάς άμεση παραπομπή σου στον φυσικό δικαστή, ή το αποφασίζει χωρίς εσένα η πλειοψηφία της υπό σύσταση Προανακριτικής.
Αυτού του είδους οι διαβουλεύσεις, όπως είναι φυσικό, χρειάζονται χρόνο τον οποίο έσπευσε να εξασφαλίσει ο κ. Μαρινάκης λέγοντας ότι χρειάζεται πρώτα να μελετηθεί η σχετική δικογραφία.
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Από την άλλη πλευρά, και η ίδια η Νέα Δημοκρατία πρέπει να απαντήσει σε σειρά κρίσιμων ερωτήσεων: Πρώτον, γιατί τώρα σπεύδει -κάτι που δεν φαίνεται να μπορεί να αποφύγει- να συστήσει μια νέα Προανακριτική, όταν πέρυσι αρνήθηκε τη σύστασή της για τον κ. Καραμανλή μετά από τη δικογραφία της Ευρωπαίας εισαγγελέως;
Η αιτιολογία ότι τώρα η σύσταση προβλέπεται ρητά από το θεσμικό μας πλαίσιο γιατί τη δικογραφία στέλνει στη Βουλή ο Άρειος Πάγος κι όχι η Ευρωπαία εισαγγελέας είναι, μεν, νομικά σωστή, αλλά ταυτόχρονα είναι πολιτικά αυτοκτονική. Γι αυτό το κυβερνών κόμμα πρέπει να επινοήσει μια άλλη βάση απάντησης στο ερώτημα που ήδη τίθεται και θα τεθεί επιτακτικά στο εγγύς μέλλον, πολλές φορές.
Το δεύτερο δίλημμα είναι αν θα προχωρήσει αφήνοντας ακάλυπτο τον κ. Καραμανλή, σε περίπτωση που ο τελευταίος δεν ζητήσει μόνος του την άμεση παραπομπή του στο Δικαστικό Συμβούλιο. Σε αυτή την περίπτωση το Μέγαρο Μαξίμου και η οδός Πειραιώς θα πάρουν, μεν, αποστάσεις από τον πρώην υπουργό Μεταφορών, ωστόσο θα πλήξουν την ενότητα της Νέας Δημοκρατίας, θα δημιουργήσουν πρόβλημα στο νομό Σερρών (όπου η ΝΔ έλαβε στις τελευταίες ευρωεκλογές το υψηλότερο ποσοστό της στη βόρειο Ελλάδα!) και θα δώσει αφορμή στην λεγόμενη «καραμανλική τάση» να ξιφουλκήσει και πάλι κατά της σημερινής ηγεσίας της Κεντροδεξιάς.
Ο ευφυής ελιγμός Μαρινάκη που ζήτησε χρόνο «για να μελετήσουμε τη δικογραφία» επιτρέπει στην ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης να κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα για τη Νέα Δημοκρατία.
→ Διαβάστε επίσης: Κρίσιμη η επόμενη περίοδος για την Πλεύση Ελευθερίας
Η αγωνία της κυβέρνησης
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμα κι αν αυτές οι συνεννοήσεις έχουν αίσιο τέλος, που σήμερα κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένο είναι, το κυβερνών κόμμα θα προσπαθήσει με όλες τους τις δυνάμεις να μην επανέλθει ως κυρίαρχο το θέμα των Τεμπών στην επικαιρότητα, αλλά αυτή να περιλαμβάνει και ζητήματα στα οποία η κυβέρνηση έχει καθαρό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της, όπως η οικονομία, η πολιτική σταθερότητα και η διανομή σημαντικού μέρους του πλεονάσματος σε ευάλωτες κατηγορίες πληθυσμού. Ο βαθμός επιτυχίας αυτής της επιχείρησης θα κρίνει και την εικόνα της κυβέρνησης στις δημοσκοπήσεις του Μαΐου…