Εδώ και λίγες ημέρες, μετά τη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια και την άκρως αποκαλυπτική ομιλία του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς για τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ, η Ευρώπη έχει σταθεί μπροστά σε ένα σκληρό και αδυσώπητο δίλημμα: Η θα συνεχίσει τη σημερινή της συμπεριφορά και θα εξελιχθεί σε «υποτελή» σύμμαχο των ΗΠΑ (ο όρος χρησιμοποιήθηκε χθες από το Politico) ή θα αντιδράσει και θα επιχειρήσει να σταθεί στα δικά της πόδια, ως ισότιμος εταίρος με την υπερατλαντική της σύμμαχο, στο πλαίσιο του Δυτικού Κόσμου.
Ως τώρα τα πράγματα ήταν μάλλον μπερδεμένα. Ωστόσο μετά την ομιλία Βανς, η Ευρώπη δείχνει ότι αφυπνίζεται, όπως τουλάχιστον φαίνεται από την εσπευσμένη σύγκληση μιας άτυπης έκτακτης Συνόδου στην οποία μετέχουν τα μεγάλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γαλλίας, Γερμανία κλπ) αλλά και η Μεγάλη Βρετανία, παρά το ότι έχει αποχωρήσει από την ΕΕ, δείγμα κι αυτό της έκτακτης κατάστασης την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει η Γηραιά Ήπειρος.
Πίσω από τις εξελίξεις
Θέμα αυτής της συνάντησης είναι η κατακόρυφη αύξηση αμυντικών δαπανών από τους «μεγάλους» της Ευρώπης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τόσο την ουσιαστική απομάκρυνση των ΗΠΑ του Τραμπ από τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όσο και η άρον - άρον έναρξη συνομιλιών στη Σαουδική Αραβία με σκοπό την ειρήνευση την Ουκρανία, προφανώς σε βάρος της ίδιας της Ουκρανίας. Ο Λευκός Οίκος, μάλιστα, ενημέρωσε τους Ευρωπαίους «συμμάχους» του ότι σκοπός του είναι να έχει επιτευχθεί ειρήνευση - άρα και συμφωνία μεταξύ των εμπολέμων - έως το Πάσχα, που φέτος πέφτει στις 20 Απριλίου.
Δηλαδή υπάρχει ένα «κλειστό» διάστημα δυο μηνών για τις διαπραγματεύσεις στις οποίες ήδη πρωταγωνιστεί η Ουάσιγκτον και με τις οποίες ήδη έχει παρακαμφθεί η Ευρώπη, ώστε η ισχύς των ΗΠΑ να επιβάλουν, ουσιαστικά, μια λύση της αρεσκείας τους. Τα ευρωπαϊκά κράτη, όπως είναι προφανές, τρέχουν, πλέον, πίσω από τις εξελίξεις.
Η θέση της Ελλάδας
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη νέα κατάσταση; Είναι μάλλον περίπλοκη. Δηλαδή, η χώρα μας δεν εκλήθη ούτε στη Διάσκεψη του Μονάχου (ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επικαλέστηκε προβλήματα προγράμματος του πρωθυπουργού), ούτε στην έκτακτη συνάντηση για να εξευρεθεί τρόπος «απάντησης» στην πολιτική Τραμπ ως προς το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία.
Ωστόσο, η χώρα μας έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη ως προς τις αμυντικές δαπάνες, κάτι που την κάνει πολύτιμο συμμέτοχο στην επιχείρηση «ευρωπαϊκή άμυνα». Αν εξαιρέσουμε τις χώρες που βρίσκονται δίπλα στα μέτωπα του πολέμου της Ουκρανίας (Πολωνία 3,3%, Εσθονία 3%, Λετονία 2,9%) η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό αμυντικών δαπανών (ως προς το ΑΕΠ της) με 2,85%. Φυσικά αυτό το υψηλό ποσοστό κάθε άλλο παρά άσχετο είναι με το ότι γειτονεύουμε την Τουρκία, ένα κράτος ταυτόχρονα επεκτατικό και αναθεωρητικό, ωστόσο τα ποσοστά αυτά εξ αντικειμένου μας κατατάσσουν στην «πρώτη κατηγορία» της Ευρώπης.
Επίσης ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης (χθες το επανέλαβε και ο Παύλος Μαρινάκης) έχει υπογραμμίσει την ανάγκη, ιδιαίτερα μετά τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η Αμερική του Τραμπ, «η Ευρώπη να ωριμάσει» και να πάρει στα χέρια της την υπόθεση της ασφάλειάς της.
Βαρύνων λόγος
Οι πρώτες, εντελώς ανεπίσημες συσκέψεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια (που, όπως είπαμε, συμπεριλαμβάνουν και τη Μεγάλη Βρετανία, που δεν ανήκει, πλέον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση) μπορεί να μην περιλαμβάνουν και την Ελλάδα, από την άλλη μεριά, όμως, η χώρα μας πρωτοστατεί εδώ και καιρό στις πρωτοβουλίες εντός ΕΕ για κοινή αμυντική πολιτική κι εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, κι από την άλλη ήδη ξοδεύει περισσότερα -αναλογικά - από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη για να ενισχύσει την αποτρεπτική της ικανότητα. Συνεπώς ο λόγος της Ελλάδας θα είναι βαρύνων όταν το θέμα έλθει προς συζήτηση σε μια προσεχή (ίσως και στην αμέσως προσεχή) Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.