Η πρόσφατη ομιλία του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, ήταν ασφαλώς μια σοκαριστική εμπειρία για την Ευρώπη.
Oχι μόνο γιατί ουσιαστικά επανέλαβε σε όλους τους τόνους την πολιτική αντίληψη του Ντόναλντ Τραμπ για τις ευρωαμερικανικές σχέσεις, που συνοψίζεται στη φράση «μας χωρίζει ένας ωκεανός», αλλά και γιατί νομιμοποίησε, αν δεν δικαίωσε, τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα και τις πρακτικές τους με την αναφορά του στο γερμανικό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία).
Η επέλαση της ακροδεξιάς δεν είναι, βέβαια, κάτι καινούργιο στην Ευρώπη. Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ακροδεξιά κόμματα, με παραλλαγές στην πολιτική τους τοποθέτηση και συμπεριφορά, αλλά με άξονες τον λαϊκίστικο τους χαρακτήρα και την αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών, επιχειρούν να εκφράσουν το μεγαλύτερο μέρος του αντισυστημικού τμήματος των ευρωπαϊκών κοινωνιών, εκεί που η Αριστερά φαίνεται να έχει αποτύχει, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τα ποσοστά της στις πρόσφατες αναμετρήσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η ελληνική πολιτική σκηνή δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την πανευρωπαϊκή τάση. Η απόρριψη από το εκλογικό σώμα της πολιτικής και πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ σε σειρά εκλογικών αναμετρήσεων (το 2019 και δυο φορές το 2023) και η συνακόλουθη πτώση των ποσοστών στις κάλπες των άλλων αριστερών κομμάτων, έχουν ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη άνοδο των κομμάτων που κινούνται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Η Ελληνική Λύση παίρνει τη μερίδα του λέοντος
Ως τώρα τη μερίδα του λέοντος έχει αποσπάσει η Ελληνική Λύση και ο Κυριάκος Βελόπουλος, που παίζει με διάρκεια και επιτυχία το χαρτί του αντισυστημισμού και της αμφισβήτησης της «πολιτικής ορθότητας», όπως εκφράζεται από τα λεγόμενα συστημικά κόμματα εξουσίας (κυρίως από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ).
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι ο προσανατολισμός των επισκέψεων του Κυριάκου Μητσοτάκη, που σχεδιάζει το πρωθυπουργικό επιτελείο είναι προς τη Βόρειο Ελλάδα, όπου η ισχύς της Ελληνικής Λύσης είναι πολύ αυξημένη.
Συγκυριακή αλλά σημαντική χαρακτηρίζεται και η δημοσκοπική άνοδος της Φωνής Λογικής και της Αφροδίτης Λατινοπούλου. Στάσιμα, αλλά εκπροσωπούμενα στη Βουλή δείχνουν και τα ποσοστά της Νίκης, ενώ οι Σπαρτιάτες έχουν τα γνωστά προβλήματα τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και με την απόφαση του Αρείου Πάγου να μην μετάσχουν στις τελευταίες ευρωεκλογές.
Απήχηση σε σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας
Παρά τα προβλήματα που αναφέρθηκαν, και τα οποία είναι δομικού τύπου, με κυρίαρχο ότι δεν υπάρχει μια χαρισματική προσωπικότητα που θα μπορούσε να ενοποιήσει τη βάση της ελληνικής Ακροδεξιάς και να παίξει ενεργό ρόλο στα πολιτικά μας πράγματα, ωστόσο οι θέσεις που εκφράζει αυτός ο χώρος - κατεξοχήν φιλορωσικές, αντιευρωπαϊκές και αντιισραηλινές - δείχνουν να έχουν απήχηση σε αξιοσημείωτο κομμάτι της κοινωνίας.
Από τέτοια κέντρα εκπορεύονται οι ακραίες αντιδράσεις στην εκλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα στην Προεδρία της Δημοκρατίας, στις προσωπικές επιθέσεις εναντίον λειτουργών της δικαιοσύνης, στις λοιδορίες που ακούγονται για την Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ.
Φυσικά, από αυτόν τον πολιτικό χώρο φαίνεται να διαφεύγει η ομολογία Τούρκων αξιωματούχων ότι ο σημαντικότερος υποστηρικτής των ελληνικών θέσεων στα ζητήματα που θέτει η Τουρκία, αναφορικά με το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, είναι η Ενωμένη Ευρώπη.
Παράλληλα, γινόμαστε μάρτυρες ακροδεξιών κραυγών που παραδίδουν, δήθεν, μαθήματα Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια ώρα που εξυμνούν ευθέως και απερίφραστα, ανελεύθερα και δικτατορικά καθεστώτα.
Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον προσπαθεί να αναπτύξει την εξωτερική της πολιτική η κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Γιώργος Γεραπετρίτης και οι συνεργάτες τους, είναι προφανές ότι ούτε τη στρατηγική σχέση της χώρας μας με τις ΗΠΑ θέλουν να αμφισβητήσουν, ούτε την γεωπολιτική αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μειώσουν.
Κι όσο οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα μεγαλώνουν το μεταξύ τους χάσμα, τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η αποστολή της Αθήνας, η οποία -εκτός από τη ραγδαία αλλαγή των διεθνών ισορροπιών- έχει να αντιμετωπίσει και την εύπεπτη, λαϊκίστικη πολιτική παρουσία της Ακροδεξιάς, που ως τώρα παραμένει αντιπαθής στους πολλούς και κατακερματισμένη, όσο όμως το «ρεύμα του αντισυστημισμού» δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά από τον πολιτικό ορθολογισμό, τόσο ο κίνδυνος για την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα γίνεται μεγαλύτερος.