«Ασθενική» θα παραμείνει η αγορά στεγαστικών δανείων όσο οι τιμές των ακινήτων θα κινούνται ανοδικά, με την μείωση των επιτοκίων που έχει σε μεγάλο βαθμό προεξοφληθεί να εκτιμάται ότι δεν θα αποτελέσει ικανή συνθήκη για την αντιστροφή του κλίματος, τουλάχιστον άμεσα.
Με τις τιμές των οικιστικών ακινήτων στην Αττική να έχουν αυξηθεί κατά 70% από το 2017 μέχρι σήμερα και πάνω από 50% πανελλαδικά, η απόκτηση σπιτιού για τη μέση οικογένεια γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, όσο και αν περιορίζει τις απαιτήσεις – προσδοκίες της για το «δικό της κεραμίδι» και παρά το γεγονός ότι και οι τιμές ενοικίασης κινούνται ανοδικά. Και τελικά καθοριστικός παράγοντας για την απόφαση αγοράς κατοικίας παραμένει η σχέση δόσης δανείου – ενοικίου.
Το πρόγραμμα «Σπίτι μου»
Οι τράπεζες πέραν από την προσπάθεια συγκράτησης των επιτοκίων δημιουργούν και προϊόντα όσο το δυνατόν πιο ελκυστικά για όσους δεν διαθέτουν μετρητά αλλά θέλουν να αποκτήσουν το δικό τους κεραμίδι με «μπούσουλα» το επιδοτούμενο πρόγραμμα «Σπίτι μου», το οποίο την περασμένη χρονιά κράτησε σε ένα βαθμό «ζωντανή» την στεγαστική πίστη.
Μετά την Εθνική που πριν από λίγο καιρό λανσάρισε το νέο στεγαστικό δάνειο «Το Πρώτο Σπίτι μου» για δανειολήπτες ως 45 ετών και τη χρηματοδότηση να φτάνει μέχρι το 90% της εμπορικής αξίας του ακινήτου και η Eurobank διαθέτει εδώ και λίγες μέρες αντίστοιχο «προϊόν».
Ειδικότερα και η Εurobank απευθύνεται στους έως 45 ετών χρηματοδοτώντας ως το 90% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, χωρίς έξοδα δανείου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2024 και με έκπτωση 50% από 1/8/2024 με την διάρκεια του δανείου να μπορεί να φτάσει μέχρι τα 35 χρόνια εφόσον η ηλικία του δανειολήπτη δεν ξεπερνά τα 75 χρόνια στη λήξη του δανείου (πχ αν ο δανειολήπτης είναι σήμερα 45 ετών η διάρκεια αποπληρωμής δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 30 χρόνια).
Παράλληλα δίνεται η δυνατότητα τα δύο πρώτα χρόνια να πληρώνονται μόνο τόκοι ώστε να είναι χαμηλή η δόση ενώ για όσους επιλέξουν σταθερό επιτόκιο για περισσότερα από 10 χρόνια θα έχουν έκπτωση 10 μονάδες βάσης σε σχέση τα αντίστοιχα στεγαστικά προϊόντα της τράπεζας.
Στο προηγούμενο διάστημα οι τράπεζες, σε μια προσπάθεια να τονώσουν τη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια προσέγγισαν αιτούντες του επιδοτούμενου προγράμματος «Σπίτι μου» στο οποίο τελικά δεν μπόρεσαν να ενταχθούν, αλλά μπήκαν στη διαδικασία να σκεφτούν την αγορά πρώτης κατοικίας.
Ωστόσο είναι πολλοί εκείνοι που ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στην προοπτική να αιτηθούν για δάνειο λόγω των υψηλών τιμών κατοικιών /διαμερισμάτων και δευτερευόντως λόγω της προσδοκίας ότι θα υπάρξει ένα νέο, δεύτερο πρόγραμμα «Σπίτι μου». Βέβαια καθοριστικό για την απόφαση αγοράς κατοικίας παραμένει η σχέση δόσης δανείου – ενοικίου.
Με μετρητά
Τα στοιχεία για τις αγοραπωλησίες ακινήτων εξάλλου δείχνουν ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό γίνεται με μετρητά που προέρχονται είτε από αποταμιεύσεις, είτε από εκποίηση άλλου περιουσιακού στοιχείου.
Μάλιστα ακόμα όταν υπάρχει η δυνατότητα τα μετρητά (καταθέσεις) να μπουν ως ενέχυρο σε στεγαστικό δάνειο μειώνοντας κατακόρυφα το κόστος (ο εν δυνάμει δανειολήπτης πληρώνει ουσιαστικά τη διαφορά μεταξύ επιτοκίου κατάθεσης – χορήγησης) οι εν δυνάμει αγοραστές δεν δελεάζονται ώστε να αιτηθούν στεγαστικό δάνειο.
Αυτό, όπως εκτιμούν τραπεζικές είναι λόγω και της δεκαετούς κρίσης και της έκρηξης των «κόκκινων» δανείων όποιος μπορεί να μείνει μακριά από τις τράπεζες το κάνει. Και οποίος δεν μπορεί – εκ των πραγμάτων – επιδιώκει να έχει τη μικρότερη δυνατή έκθεση σε τραπεζικό δανεισμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 η μέση εκταμίευση δανείου με εξασφάλιση οικιστικού ακινήτου μειώθηκε στα 68.700 ευρώ έναντι 78.800 ευρώ το 2022. Σημειώνεται ότι τα δάνεια αυτά σε ποσοστό 97,4% προορίζονται για αγορά με σκοπό την ιδιοκατοίκηση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος.
►Διαβαστε επίσης: Πώς θα εφαρμοστούν τα νέα πλαφόν
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 οι εκταμιεύσεις δανείων που εξασφαλίζονται με οικιστικά ακίνητα ήταν μόλις 1 δισ. ευρώ (14.621 συμβάσεις) μειωμένες κατά 9,5% σε σχέση με το 2022, όταν την περίοδο 2005-2007 η ετήσια ροή στεγαστικών δανείων ήταν κατά μέσο όρο 12 δισ. ευρώ.
Το μεγαλύτερο μέρος των νέων εκταμιεύσεων έχει μακρά περίοδο σταθερού επιτοκίου, η οποία προστατεύει τους δανειολήπτες από περαιτέρω αυξήσεις των βασικών επιτοκίων – επιπρόσθετα έχει εμπεδωθεί ότι μεσοπρόθεσμα δεν προβλέπεται επιστροφή στα μηδενικά επιτόκια – με το 55% έχουν σταθερό επιτόκιο για τα πρώτα 10 χρόνια και το 17% των νέων δανείων για 5-10 έτη.
Οι εκταμιεύσεις δανείων με αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου μικρότερη ή ίση του ενός έτους αντιπροσωπεύουν μόλις το 11,6% του συνόλου των νέων δανείων.
Η μέση διάρκεια δανείου κατά την έκδοση είναι 23,7 έτη. Το 20% των νέων δανειακών συμβάσεων έχουν διάρκεια έως 15 έτη, το 37% έχουν διάρκεια από 15 έως 25 έτη, ενώ το 38% έχουν διάρκεια από 25 έως 30 έτη και το υπόλοιπο 5% πάνω από 30 έτη.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!