Με τον «αέρα» της πρώτης ελληνικής τράπεζας που ανακτά την επενδυτική βαθμίδα – ο οίκος Morningstar DBRS “έδωσε” ΒΒΒ (low) την Μ. Τρίτη – και ένα ισχυρό σετ αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου με την κερδοφορία στα 358 εκατ. ευρώ, η Εθνική Τράπεζα αναμένει τις αποφάσεις για τη διάθεση του υπόλοιπου 18% που διατηρεί το ΤΧΣ καθώς στα μέσα Μαΐου συμπληρώνονται 6 μήνες από το απόλυτα πετυχημένο placement του 22%.
Ένα από τα σενάρια που βρίσκονται στο τραπέζι είναι να διατηρήσει ένα ποσοστό το Δημόσιο (μέσω του νέου Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου καθώς το ΤΧΣ πρέπει να αποεπενδύσει μέχρι το τέλος του 2025) αν τελικά δεν επιλεγεί η πλήρης ιδιωτικοποίηση της τράπεζας στην παρούσα φάση. Σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις για το μέλλον του 18% που κατέχει το ΤΧΣ δρομολογούνται για το β’ 6μήνο του έτους .
Στον ισχυρό ισολογισμό, την υψηλή οργανική κερδοφορίας, την σταθερή δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων, καθώς και την ισχυρή χρηματοδοτική θέση και ρευστότητα, στοιχεία που έδωσαν την επενδυτική βαθμίδα, μετά από 16 χρόνια, θέμα στο οποίο εστίασε ο διευθύνων σύμβουλος Παύλος Μυλωνάς παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα του α’ τρίμηνου.
Επιπρόσθετα, η τράπεζα το α’ τρίμηνο αποπλήρωσε πλήρως το Πρόγραμμα Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (ΤLTRO III), παρουσιάζοντας παράλληλα αυξημένα ταμειακά διαθέσιμα 9,1 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2024.
Με αυτό το θετικό πρόσημο οι μέτοχοι της Εθνικής αναμένουν την ανταμοιβή τους, (τον Ιούνιο θα πραγματοποιηθεί η Γενική Συνέλευση) με την τράπεζα να έχει υποβάλλει το αίτημα για μέρισμα από τα κέρδη του 2023 στον SSM και τον Παύλο Μυλωνά να συνιστά υπομονή για ένα μήνα, απαντώντας στις ερωτήσεις των αναλυτών.
Η εικόνα θα ξεκαθαρίσει, όπως είπε μέχρι τον Ιούνιο και η ΕΤΕ φιλοδοξεί να ικανοποιήσει τους μετόχους της για κέρδη του 2024, με μια ανάλογη μερισματική πολιτική η οποία θα κριθεί από την πορεία της τρέχουσας χρονιάς.
Ο Παύλος Μυλωνάς απέφυγε να απαντήσει για το ύψος του φετινού μερίσματος, ωστόσο το ποσοστό που έχει προβλέψει η τράπεζα είναι 30% (κέρδη 2023).
Το α’ τρίμηνο του 2024 η ΕΤΕ καταγράφει ισχυρή οργανική κερδοφορία που ώθησε τον δείκτη CET1+80μ.β. υψηλότερα σε τριμηνιαία βάση σε 18,6%. Ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας1 διαμορφώθηκε σε 21,3%, ενισχυμένος κατά +110μ.β. σε τριμηνιαία βάση. Ο δείκτης MREL του Ομίλου διαμορφώθηκε σε 26,5%, υπερβαίνοντας την ελάχιστη απαίτηση MREL του Ιανουαρίου 2025 ύψους 25,3% κατά 120μ.β.
Ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε στο 17,6% σε επίπεδο οργανικών κερδών μετά φόρων και σε 19,7% σε επίπεδο αναλογούντων κερδών μετά φόρων, χωρίς να αναπροσαρμόζουμε για το υπερβάλλον κεφάλαιο CET1 άνω των εποπτικών ορίων
Τρίμηνο υπέρβασης των στόχων
Το α’ τρίμηνο του 2024, ήταν για την ΕΤΕ τρίμηνο υπέρβασης των στόχων που είχε θέσει η διοίκηση. Ισχυρό «χαρτί» ο ρυθμός νέων εκταμιεύσεων που αντιστάθμισαν τις υψηλές αποπληρωμές που προήλθαν από λίγες μεγάλες επιχειρήσεις των τομέων ενέργεια και ναυτιλίας. Ειδικότερα οι νέες εκταμιεύσεις ανήλθαν σε 1,1 δισ. ευρώ ενώ το β’ τρίμηνο ξεκίνησε με 850 εκατ. ευρώ (Απρίλιος) και επιπλέον τα εγκεκριμένα αλλά μη εκταμιευμένα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 2,9 δισ. ευρώ. Έτσι έχουν τεθεί οι βάσεις για την επίτευξη του στόχου πιστωτικής επέκτασης για το 2024 με τα εξυπηρετούμενα δάνεια να ανέρχονται σε 30,2 δις ευρώ (+1,1 δισ. ευρώ ετησίως).
Οι εκταμιεύσεις Λιανικής Τραπεζικής επιταχύνθηκαν το α’ τρίμηνο 2024 αγγίζοντας τα €0,4 δισ., με αιχμή του δόρατος τα δάνεια προς μικρές επιχειρήσεις και τα καταναλωτικά, αντισταθμίζοντας τις αποπληρωμές σε όλο το χαρτοφυλάκιο Λιανικής Τραπεζικής. Σημειώνεται ότι τα εξυπηρετούμενα δάνεια Λιανικής Τραπεζικής παρέμειναν αμετάβλητα σε τριμηνιαία βάση για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια.
Στο «μέτωπο» των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), ο δείκτης σε επίπεδο ομίλου διαμορφώθηκε σε 3,7% (1,3 δισ. ευρώ ή 200 εκατ. ευρώ μετά από προβλέψεις) με τις οργανικές ροές ΜΕΑ να είναι αμελητέες στο τρίμηνο και εντός των προσδοκιών της ΕΤΕ. Ο δείκτης κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις να διαμορφώνεται σε 86%. με τους αντίστοιχους δείκτες κάλυψης των Σταδίων 2 και 3 να διαμορφώνονται σε 8% και 52% αντίστοιχα.
► Διαβάστε επίσης: Εθνική: Συνεργασία με ACCA και ΠΑ.ΠΕΙ.
Το κόστος πιστωτικού κινδύνου διαμορφώθηκε σε 55μ.β., σημαντικά χαμηλότερα του στόχου των <65μ.β. που έχουμε θέσει για το 2024 και βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα του κλάδου, αντανακλώντας τα υψηλά ποσοστά κάλυψης ΜΕΑ σε όλα τα χαρτοφυλάκια (Στάδια 1, 2, 3).
Σε ότι αφορά τα επιτοκιακά έσοδα διαμορφώθηκαν στα 578 εκατ. ευρώ (606 εκ. ευρώ σε επίπεδο ομίλου) και καταγράφουν μείωση 2,8% σε τριμηνιαία βάση έναντι του ιστορικά υψηλού δ’ τριμήνου, ως αποτέλεσμα του κόστους αντιστάθμισης και του αυξημένου κόστους χρηματοδότησης, τα οποία αντισταθμίστηκαν μερικώς από τη θετική επίδραση της αύξησης των μέσων υπολοίπων δανείων.
Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν κατά +15% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν σε €96 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2024, μετά από ένα εποχικά ισχυρό Δ’ τρίμηνο 2023, αποτυπώνοντας διψήφια ποσοστά αύξησης σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες προμηθειών Λιανικής Τραπεζικής.
Οι πιο αξιοσημείωτες μεταβολές παρατηρήθηκαν στα επενδυτικά προϊόντα (+38% σε ετήσια βάση), με έμφαση στις τραπεζοασφάλειες (bancassurance), τα αμοιβαία κεφάλαια (mutual funds) και τις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, καθώς και στις προμήθειες σχετιζόμενες με τη χορήγηση δανείων (+30% σε ετήσια βάση). Η διοίκηση της ΕΤΕ σημειώνει ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς, παράγοντας εντυπωσιακά αποτελέσματα, με τις συναλλαγές στα ψηφιακά κανάλια να αυξάνονται κατά +26% σε ετήσια βάση το Α’ τρίμηνο 2024, οδηγώντας τον αριθμό των συνολικών συναλλαγών+13% υψηλότερα σε ετήσια βάση.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!