Οι ελληνικές τράπεζες είχαν το πέμπτο μεγαλύτερο καθαρό περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των τραπεζών της Ευρωζώνης στο γ’ τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το καθαρό περιθώριο επιτοκίου, δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους προς το ενεργητικό (earning assets), διαμορφώθηκε στο 3,2% για τις ελληνικές τράπεζες έναντι 1,56% στην Ευρωζώνη, κάτι που εξηγείται από τη μεγαλύτερη ψαλίδα επιτοκίων δανείων και καταθέσεων τους.
Υψηλότερο περιθώριο επιτοκίου είχαν μόνο οι τράπεζες των χωρών της Βαλτικής – της Λετονία (3,9%), της Εσθονία (3,77%) και της Λιθουανία (3,58%) – καθώς και της Σλοβενία (3,3%). Γενικότερα, οι διαφορές στον δείκτη αυτό ήταν μεγάλες μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, με τη χαμηλότερη τιμή να έχουν οι γαλλικές τράπεζες (0,89%).
Στο 12,89% η απόδοση ιδίων κεφαλαίων
Το υψηλό περιθώριο επιτοκίου εξασφάλισε στις ελληνικές τράπεζες και υψηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων, η οποία ανήλθε στο 12,89% έναντι 10,01% στην Ευρωζώνη, όπου αυξήθηκε σημαντικά από το 7,55% στο γ’ τρίμηνο του 2022 κυρίως λόγω της αύξησης 24% στο καθαρό περιθώριο κέρδους.
Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών (CET1) διαμορφώθηκε στο 14,27%, λίγο χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που ήταν 15,61%. Τον χαμηλότερο δείκτη κεφαλαίων είχε η Ισπανία (12,63%) και τον υψηλότερο η Εσθονία (23,01%).
Ποια δάνεια έχουν αυξημένο κίνδυνο
Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανερχόταν σε 8,27 δις. ευρώ ή στο 5,16% των συνολικών δανείων των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων (δεν υπολογίζονται οι καταθέσεις τους στην κεντρική τράπεζα).
Για πρώτη φορά η ΕΚΤ παρουσίασε αναλυτικά στοιχεία για τα δάνεια των τραπεζών με σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο (τα λεγόμενα δάνεια του σταδίου 2, πριν γίνουν δηλαδή κόκκινα). Σύμφωνα με αυτά, τα δάνεια στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο ανέρχονταν συνολικά σε 16,33 δις. ευρώ για τις ελληνικές τράπεζες ή στο 10,25% των συνολικών δανείων τους έναντι 9,29% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό για την Ευρωζώνη.
Το πρόβλημα αφορά κυρίως στα στεγαστικά καθώς κινδυνεύουν να κοκκινίσουν δάνεια ύψους 7,6 δις. ευρώ ή σχεδόν το ένα στα τέσσερα (24,13%), ενώ ο αντίστοιχος κίνδυνος στην Ευρωζώνη είναι πολύ μικρότερος καθώς αφορά μόνο 7,44% των συνολικών στεγαστικών δανείων.
Τα καταναλωτικά δάνεια στο στάδιο 2 αφορούν σε ένα συνολικό ποσό 1,26 δις. ευρώ ή στο 12,9%, ποσοστό που είναι και αυτό υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ευρωζώνης (9,63%) αλλά όχι στον βαθμό που συμβαίνει με τα στεγαστικά δάνεια.
Αντίθετα, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν μικρότερο πρόβλημα αναφορικά με τα επιχειρηματικά δάνεια, το συνολικό ύψος των οποίων στο στάδιο 2 ανερχόταν σε 6,64 δις. ευρώ ή στο 7,93% των συνολικών δανείων της κατηγορίας αυτής, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από αυτό της Ευρωζώνης (13,34%).
Από τα 6,64 δις. ευρώ, περίπου τα δύο τρίτα (4,36 δις. ευρώ) αφορούν σε δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή στο 12,8% των συνολικών δανείων της κατηγορίας αυτής και λίγο περισσότερα από τα μισά (3,39 δις. ευρώ) αφορούν δάνεια για τα οποία έχουν μπει εμπορικά ακίνητα ως υποθήκες.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!