Περιορισμένος φαίνεται να είναι προς το παρόν ο αντίκτυπος των καταστροφών στην Θεσσαλία για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σύμφωνα με την JP Morgan, ωστόσο αντανακλώντας τους κινδύνους επιδείνωσης των περιουσιακών στοιχείων, αυξάνει την εκτίμηση της για το κόστος κινδύνου (CoR) για την περίοδο 2023-2025 στις 80 μ.β κατά μέσο όρο έναντι 60 μ.β περίπου σύμφωνα με το guidance των διοικήσεων.
Η Citi από την πλευρά της υπογραμμίζει ότι οι πλημμύρες στην κύρια γεωργική περιοχή της Ελλάδας δεν αναμένεται να επιβαρύνουν σημαντικά τις προοπτικές ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων.
Η έκθεση δανείων για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες είναι περίπου 2 δισ. ευρώ στις περιοχές που επλήγησαν και αντιπροσωπεύουν το 1,7% του συνόλου των δανείων.
Ειδικότερα για την τράπεζα Πειραιώς που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στη γεωργία με δάνεια 1,7 δισ. ευρώ η έκθεση της στις πληγείσες περιοχές στο γεωργικό τομέα ήταν μόλις 100 εκατ. ευρώ, όπως είχε γράψει η «Η» και υπογραμμίζει η Citi συμπληρώνοντας ότι η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει κεφάλαια έκτακτης ανάγκης από την ΕΕ για τη χρηματοδότηση των προσπαθειών ανάκαμψης που πιθανότατα θα μετριάσουν τα ζητήματα ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων.
Η JP αναφέρει ότι οι αποπληρωμές των δανείων, οι πλειστηριασμοί και άλλες νομικές διαδικασίες έχουν παγώσει μέχρι το τέλος του χρόνου και οι τράπεζες προχώρησαν σε δωρεά 50 εκατ. ευρώ για την στήριξη των πληγέντων.
Σε αναβρασμό τα τραπεζικά επιτελεία
Ωστόσο, κάθε άλλο παρά εφησυχασμός υπάρχει στα τραπεζικά επιτελεία λόγω της βαρύνουσας σημασίας που έχει η Θεσσαλία για την ελληνική οικονομία. Η Eurobank επιχείρησε, παρά την απουσία σημαντικών πληροφοριών που δεν είναι ακόμα διαθέσιμες , μια καταρχήν αποτίμηση της πιθανής επίδρασης των πλημμυρών, σε βασικά μεγέθη της οικονομίας.
Η Θεσσαλία συνεισφέρει το 5,2% του συνολικού ΑΕΠ και περίπου το 6,4% της συνολικής απασχόλησης. Σε σχέση με το ΑΕΠ, το 13,0% αφορά γεωργία, δασοκομία και αλιεία, και ένα 13,4% τη μεταποίηση, δηλαδή τους δύο τομείς με τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω των πλημμυρών.
Οι απώλειες
Οι απώλειες σε όρους, μόνο, παραγωγής, με τρέχουσες τιμές εκτιμώνται σε περίπου 2,9 δισ. ευρώ.
Η επίπτωση στο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ θα είναι περιορισμένη κατά πάσα πιθανότητα καθώς η επίπτωση των καταστροφών στην παραγωγή και τις υποδομές θα αντισταθμιστούν σε μεγάλο βαθμό από μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και την επακόλουθη ώθηση στα εισοδήματα, την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Οι μακροπρόθεσμες ωστόσο επιπτώσεις στην ανάπτυξη από τη διαταραχή στην προσφορά της οικονομίας δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Επιπλέον, οι πλημμύρες θα προκαλέσουν αυξητικές πιέσεις στον πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα (ιδίως στις τιμές των αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων), και αρνητική επίπτωση στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Η εκτίμηση της Eurobank
Η αναλυτές της Εurobank σημειώνουν ότι η χαμένη παραγωγή – ειδικά στα γεωργικά προϊόντα – θα πρέπει να αντικατασταθεί από εισαγωγές και η ζημιά στις παραγωγικές δυνατότητες θα έχει επίπτωση και στις εξαγωγές.
Ο αντίκτυπος ενδέχεται να είναι πιο μακροπρόθεσμος εάν τα αγαθά που εξάγονται από τη Θεσσαλία αντικατασταθούν. Ακόμα όταν αποκατασταθεί η παραγωγή στη Θεσσαλία – για κάποια προϊόντα μπορεί να απαιτηθεί περισσότερο από ένας χρόνος – υπάρχει κίνδυνος να βρει την προηγούμενη θέση της σε διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού. Οι Θεσσαλοί παραγωγοί μπορεί να χρειαστεί να βρουν νέους αγοραστές για τα προϊόντα τους .
Αρνητικά θα επηρεαστεί και η απασχόληση λόγω των βαριών ζημιών που έχουν υποστεί οι φυσικοί πόροι και οι υποδομές και πολλοί που μένουν στην υπαιθρο μπορεί να μετακομίσουν στις τέσσερις μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας (Λάρισα, Βόλος, Τρίκαλα, Καρδίτσα).
Οι αναλυτές της Eurobank επισημαίνουν ότι αυξάνεται ο κίνδυνος στη χώρα σε ότι αφορά τις φυσικές καταστροφές.
Η συχνότητα και η σοβαρότητα των φυσικών καταστροφών φαίνεται να αυξάνεται παράλληλα με την κλιματική αλλαγή και αυτό αποτελεί έναν μακροπρόθεσμο κίνδυνο για την ανάπτυξη, τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, καθώς και για τα δημόσια οικονομικά. Ισχυρή, προληπτική και συντονισμένη δράση σχεδιασμού και πολιτικής απαιτείται προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση πληγμάτων στην ευημερία και τη φήμη της χώρας.
Η διεθνής εμπειρία
Οι αναλυτές της Eurobank παρουσιάζουν τη μεγάλη εικόνα, αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία καταδεικνύει πόσο μεγάλες οι προκλήσεις και πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να αντιμετωπιστούν καθώς η συχνότητα και η ένταση έντονων καιρικά, ακραίων φαινομένων προβλέπεται να αυξηθούν και φαίνεται όλο και πιο απίθανο η σχετική οικονομική επιβάρυνση να μειωθεί ως το 2030.
Τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος μεταξύ 1980 και 2021 είναι αποκαλυπτικά: Μεταξύ 1980 – 2021, τα κράτη μέλη της ΕΕ βίωσαν συγκλονιστικές οικονομικές απώλειες συνολικού ύψους περίπου 560 δις ευρώ λόγω των καιρικών και κλιματικών συνθηκών που σχετίζονται με ακραία γεγονότα.
Είναι ανησυχητικό ότι τα 56,6 δισ. ευρώ από αυτές τις απώλειες (10,1%) καταγράφηκαν μόνο το 2021. Η ανάλυση των τάσεων αυτών των οικονομικών απωλειών παρουσιάζει μια πρόκληση λόγω της μεγάλης μεταβλητότητας από έτος σε έτος. Παρ’ όλα αυτά, οι στατιστικές αναλύσεις έχουν δείξει μια ανησυχητική ανοδική πορεία των οικονομικών ζημιών με την πάροδο του χρόνου.
Οι συνέπειες των πλημμυρών ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με την κλίμακα της καταστροφής και το μέγεθος της οικονομίας της χώρας. Το 2002 οι πλημμύρες στην Κεντρική Ευρώπη προκάλεσαν την εκ νέου αξιολόγηση του κινδύνου πλημμύρας.
Στη Γερμανία το οικονομικό βάρος της καταστροφής ήταν περίπου 0,8% του ΑΕΠ. Η καταστροφή αυτή λειτούργησε ως καταλύτης για σημαντικές αλλαγές πολιτικής και έθεσε τις βάσεις για την επακόλουθη επαναξιολόγηση το 2021, μετά τις καταστροφικές πλημμύρες του Ιουλίου στο Βέλγιο και τη Γερμανία οι οποίες κόστισαν 0,4% και 1,1% του ΑΕΠ αντίστοιχα.
Οι πλημμύρες του 2007 στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν σχετικά χαμηλότερο αντίκτυπο, περίπου 0,2% του ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός είχε βαθιά επίδραση στη γεωργία και τον τομέα των ασφαλειών, οδηγώντας σε στρατηγικές αλλαγές στον σχεδιασμό χρήσεων γης και τη διαχείριση του κινδύνου πλημμύρας.
Χαμηλότερο αντίκτυπο, περίπου 0,2% του ΑΕΠ, είχαν οι πλημμύρες του 2007 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο το γεγονός είχε βαθιά επίδραση στη γεωργία και στον τομέα των ασφαλειών οδηγώντας σε στρατηγικές αλλαγές στον σχεδιασμό χρήσεων γης και τη διαχείριση του κινδύνου πλημμύρας.
Σε μικρότερες και λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες ο σχετικός αντίκτυπος τέτοιων καταστροφών τείνει να είναι σημαντικά υψηλότερος.
Το παράδειγμα των πλημμυρών του 2010 στο Πακιστάν είναι χαρακτηριστικό καθώς κατέστρεψαν το 4,2% του ΑΕΠ της χώρας.
Η καταστροφή είχε ως αποτέλεσμα εκτεταμένες γεωργικές απώλειες και δημιούργησε μακροπρόθεσμες προκλήσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, επιδεινώνοντας έτσι τα υπάρχοντα τρωτά σημεία
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!