«Θα αυξήσουμε ή θα κάνουμε παύση. Αυτό που δεν θα κάνουμε είναι να τα μειώσουμε». Αυτός ήταν ο …χρησμός της Κριστίν Λαγκάρντ, μετά τη νέα αύξηση – την 9η κατά σειρά - των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στο χθεσινό Διοικητικό Συμβούλιο.
Το αν θα κλείσει ο κύκλος των διαδοχικών αυξήσεων μετά από ένα χρόνο μένει να φανεί τον Σεπτέμβριο, όταν η ΕΚΤ θα αποφασίσει με βάσει τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Τα στοιχεία, μήνα – μήνα, θα κρίνουν τη διάρκεια της παύσης καθώς ο στόχος για πληθωρισμό στη ζώνη του 2% παραμένει πρωταρχικός.
Ετσι, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων αυξάνονται σε 4,25%, 4,50% και 3,75% αντιστοίχως.
Θύματα της νέας αύξησης οι δανειολήπτες – φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις – με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου με εξαίρεση όσους έχουν στεγαστικά (πριν το 2023) κυμαινόμενου επιτοκίου καθώς η πρωτοβουλία των τραπεζών να «παγώσουν» τα επιτόκια στα επίπεδα του Μαρτίου 2023 και μέχρι τον Απρίλιο του 2024 άπλωσε δίχτυ ασφαλείας στους ενήμερους δανειολήπτες με τη συνολική αξία των δανείων να είναι περί τα 18 δις ευρώ.
►Διαβάστε επίσης: Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank): Επιταχύνεται η αποεπένδυση του ΤΧΣ - Σαφές ενδιαφέρον μεγάλων θεσμικών επενδυτών
Φρένο στη ζήτηση για νέα δάνεια
Από την άλλη πλευρά η ζήτηση για νέα δάνεια, λόγω του 12μηνου ράλι των επιτοκίων, έχει μειωθεί και στα στεγαστικά το πρόγραμμα «Σπίτι μου» αντέστρεψε την αρνητική τάση των προηγούμενων μηνών.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις τραπεζικές χορηγήσεις η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια αλλά και για καταναλωτικά και στεγαστικά είχε ραγδαία μείωση τον τελευταίο χρόνο. Το β’ τρίμηνο του έτους καταγράφεται βέβαια ανάκαμψη – στα στεγαστικά λόγω χαμηλότοκων δανείων του προγράμματος «Σπίτι μου»- και λιγότερο στα επιχειρηματικά.
Οι τράπεζες εξάλλου κυρίως στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς είδαν να αυξάνονται ραγδαία οι έκτακτες αποπληρωμές δανείων κυρίως από τα επιχειρήσεις που αξιοποιήσαν την υψηλή ρευστότητα ώστε να μείνουν μακριά από τα υψηλά επιτόκια. Μάλιστα, εκτακτες αποπληρωμές υπήρξαν και σε στεγαστικά δάνεια.
Τον Ιούνιο πάντως άρχισε να ανακάμπτει η ζήτηση για δάνεια ενώ μπήκε «φρένο» στις αποπληρωμές και οι τράπεζες διατηρούν τους στόχους που είχαν θέσει για την πιστωτική επέκταση.
Τα στοιχεία της ΤτΕ
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ, η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, τον Ιούνιο του 2023, ήταν θετική κατά 1.633 εκατ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 170 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής μειώθηκε σε 6,3% από 7,0% τον προηγούμενο μήνα.
Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) μειώθηκε σε 5,8% από 6,7% τον προηγούμενο μήνα. Η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησής τους ήταν θετική κατά 1.399 εκατ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 335 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.
Η πτώση της ζήτησης για νέα δάνεια δεν είναι αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά πανευρωπαϊκό.
►Διαβάστε επίσης: Κόκκινα δάνεια: Στη δημοσιότητα οι νέοι κανόνες της EBA για τη δευτερογενή αγορά - Τι αλλάζει για servicers και funds
Ειδικότερα, σε ότι αφορά τη ζήτηση δανείων ή πιστωτικών γραμμών από επιχειρήσεις, βρίσκεται στο χαμηλότερο ιστορικό επίπεδο από το 2003 (όταν ξεκίνησε η έρευνα της ΕΚΤ) και οι τράπεζες αναμένουν να συνεχιστεί αν και με μικρότερους ρυθμούς η μείωση και το γ΄τρίμηνο. Μείωση της ζήτησης θα συνεχίσει να καταγράφεται από νοικοκυριά λόγω των υψηλών επιτοκίων και της μικρότερης καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Οι δηλώσεις Ράπανου
Ο πρόεδρος της Alpha Bank κ. Βασίλης Ράπανος μιλώντας χθες στη γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας σημείωσε ότι οι ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες ξεκίνησαν να αυξάνουν τα επιτόκια χορηγήσεων στα νοικοκυριά από την αρχή του 2022, με ρυθμούς πολύ πιο έντονους από τις ελληνικές, με αποτέλεσμα η διαφορά του κόστους δανεισμού με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να έχει ισοσκελιστεί.
«Είναι εύλογο, λοιπόν, να περιμένει κανείς ότι υπό αυτές τις συνθήκες θα σημειωθεί περιορισμός της πιστωτικής επέκτασης, λόγω κυρίως της μικρότερης ζήτησης δανειακών κεφαλαίων, με βάση τα τρέχοντα πιστωτικά κριτήρια. Αυτό συνδέεται με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων του επιχειρηματικού τομέα, αλλά και των νοικοκυριών, που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα της ζήτησης. Επιπλέον, η αβεβαιότητα και οι επίμονες πληθωριστικές πιέσεις μπορεί να συμπιέσουν και την προσφορά δανείων από τις τράπεζες, λόγω αυστηροποίησης των πιστωτικών τους κριτηρίων».
Ωστόσο, σε ότι αφορά στη χώρα μας, αυτή η τάση επιβράδυνσης της πιστωτικής επέκτασης, μπορεί όχι μόνο να αμβλυνθεί σημαντικά αλλά ακόμα και να ανατραπεί, μέσω τριών κυρίως παραγόντων και ειδικότερα, όπως εξήγησε ο κ. Ράπανος:
- Η Ελληνική οικονομία είναι αποδέκτης σημαντικών πακέτων τόνωσης, που όλα στοχεύουν σε διαφορετικά και συμπληρωματικά τμήματα της αλυσίδας αξίας. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι το πιο σημαντικό από αυτά τα προγράμματα, με συνολικά κονδύλια Ευρώ 31 δισ. μέχρι το τέλος του 2027, εκ των οποίων Ευρώ 13 δισ. ευρώ σε δάνεια, που αναμένεται να κινητοποιήσουν σχεδόν διπλάσιες επενδύσεις, μέσω της μόχλευσης από το τραπεζικό σύστημα, στηρίζοντας τη μελλοντική πιστωτική επέκταση.
- Η ενίσχυση της υφιστάμενης τάσης προσέλκυσης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων είναι ορατή και αναμένεται να αυξηθούν με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση. Οι ελληνικές τράπεζες, έχοντας υψηλά, πλέον, επίπεδα ρευστότητας και κερδοφορίας, βρίσκονται στην καταλληλότερη θέση για να στηρίξουν νέα, χρηματοδοτικά επενδυτικά σχέδια.
- Η Ελλάδα βρίσκεται -μετά από πολλά χρόνια- ένα βήμα πριν από την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, καθώς η δημοσιονομική της κατάσταση είναι καλύτερη από την αντίστοιχη πολλών χωρών που σήμερα τη διαθέτουν.
«Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αποτελέσει σημείο καμπής για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο διότι επανατοποθετεί τη χώρα ως επενδυτικό προορισμό κεφαλαίων μακροπρόθεσμης απόδοσης, αλλά και επειδή διαμορφώνει ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας για το Ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και, κυρίως, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες θα μετακυλιστεί και στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μειώνοντας και σε αυτά το κόστος δανεισμού και αμβλύνοντας σημαντικά την επίδραση της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.» υπογράμμισε ο πρόεδρος της Alpha Bank και της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!