Στην πρόσφατη έκθεσή του για την ευρωπαϊκή οικονομία, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιβεβαιώνει τη γενική εκτίμηση ότι οι ευρωπαϊκές και ειδικότερα οι ελληνικές τράπεζες είναι καλύτερα προετοιμασμένες για τη σημερινή δύσκολη περίοδο που χαρακτηρίζεται από υψηλό πληθωρισμό, τον κίνδυνο μείωσης των τιμών των ακινήτων και την αναταραχή με επίκεντρο τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ.
Κατ’ αρχήν, το Ταμείο σημειώνει ότι ο μέσος δείκτης βασικών κεφαλαίων (CET1) των ευρωπαϊκών τραπεζών υπερβαίνει το 16% που σημαίνει ότι αυτές έχουν σημαντικά περιθώρια να απορροφήσουν κραδασμούς.
Επιπλέον, ο συντελεστής ρευστότητάς τους είναι κατά μέσο όρο υψηλότερος από το 150% και η εξάρτησή τους από χρηματοδότηση μέσω της διατραπεζικής αγοράς ή από ανασφάλιστες καταθέσεις (άνω των 100.000 ευρώ) κυμαίνεται από το 22% έως το 37%.
Ελεγχόμενες οι δυνητικές ζημιές από ομόλογα
Θύλακες αδυναμιών μπορεί να υπάρχουν, σύμφωνα με το ΔΝΤ, αναφορικά με δυνητικές (unrealized) ζημιές, αν για παράδειγμα οι τράπεζες θα έπρεπε σε περίπτωση ανάγκης να πουλήσουν κρατικά ομόλογα που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους με ζημιές. Ωστόσο, αυτές οι δυνητικές ζημιές είναι κατά μέσο όρο μικρότερες από τα κεφαλαιακά μαξιλάρια ασφαλείας που έχουν.
Μία άλλη δυνητική πηγή ανησυχίας είναι η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού των ευρωπαϊκών τραπεζών, δηλαδή η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Αν και αυτά έχουν μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, το ποσοστό των δανείων όπου παρατηρούνται μικρές καθυστερήσεις στην αποπληρωμή τους (stage 2 loans) αυξάνεται, όπως και ο αριθμός των επιχειρήσεων που πτωχεύουν.
Περιορισμένος αντίκτυπος στους ισολογισμούς
Ο αντίκτυπος στους τραπεζικούς ισολογισμούς από την αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων αναμένεται σε γενικές γραμμές να είναι περιορισμένος, σύμφωνα με το Ταμείο, αλλά η εικόνα θα ήταν πιο δύσκολη στην περίπτωση μίας συγκυρίας και άλλων σοκ, όπως μίας μεγάλης μείωσης των τιμών των ακινήτων.
Το βασικό σενάριο προβλέπει ότι η απώλεια κεφαλαίων από την αύξηση των κόκκινων δανείων των νοικοκυριών δεν θα υπερβεί τις 100 μονάδες βάσης στις περισσότερες χώρες, αλλά ενδεχόμενη πτώση των τιμών κατοικιών κατά 20% θα αύξανε τις απώλειες σε ένα εύρος 100 – 300 μ.β.
Ισχυρή η θέση των ελληνικών τραπεζών
Από τα διαγράμματα φαίνεται ότι η θέση των ελληνικών τραπεζών είναι επίσης ισχυρή. Ο δείκτης κεφαλαίων τους είναι μεν χαμηλότερος από τον μέσο όρο αλλά κοντά στο 15%, σε απόσταση ασφαλείας από το επίπεδο των εποπτικών απαιτήσεων.
Ο συντελεστής ρευστότητας κινείται στο 150%, πολύ πάνω από το ελάχιστο επιτρεπτό όριο 100% που επιτρέπει σε μία τράπεζα να καλύπτει με υψηλής ρευστότητας assets πιθανές εκροές για διάστημα 30 ημερών.
Η εξάρτησή τους από τη διατραπεζική αγορά και τις ανασφάλιστες καταθέσεις μεγάλων πελατών είναι κοντά στο 22% και επομένως δεν διατρέχουν κίνδυνο για τη χρηματοδότησή τους, η οποία είναι εξασφαλισμένη κυρίως από ασφαλισμένες καταθέσεις (αξίας κάτω των 100.000 ευρώ ανά πελάτη).
Οσον αφορά τον κίνδυνο από πιθανή αύξηση των κόκκινων δανείων, το βασικό σενάριο του ΔΝΤ εκτιμά ότι θα προκαλούσε μία μείωση των ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών κατά 160 μ.β. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν να αυξάνονται στην Ελλάδα και ο κίνδυνος να μειωθούν είναι σχετικά μικρός, δεδομένης και της μεγάλης προσαρμογής που έκαναν την περασμένη δεκαετία.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!