Παρά το γεγονός ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2020 εκτιμάται ότι θα είναι υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου, σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής (-10% το ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι -6,8% στην Ευρωζώνη), η αύξηση του ποσοστού της ανεργίας στην Ελλάδα ήταν μεταξύ των ηπιότερων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι παράγοντες που εξηγούν αυτό το φαινόμενο είναι δύο σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank.
Πρώτον, η δυνατότητα της χώρας να ασκήσει μια ισχυρή, επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αμέσως μετά την εκχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση σημαντικού βαθμού ελαστικότητας στα μέλη της, ως προς την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Ο δημοσιονομικός αυτός χώρος δημιουργήθηκε αφενός, διότι η Ελλάδα ξεκίνησε τη δημοσιονομική χαλάρωση από μια ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση.
Δεύτερον, η εφαρμογή από την ελληνική κυβέρνηση του κατάλληλου μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, για τη στήριξη της αγοράς εργασίας, με έμφαση στις παρεμβάσεις από την πλευρά των δαπανών και των εσόδων του Προϋπολογισμού που διασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας στους κλάδους που επλήγησαν από την πανδημία.
Η μεγαλύτερη έμφαση που δόθηκε στην εν λόγω κατηγορία μέτρων είχε, μεν, ως αποτέλεσμα, τη -συγκριτικά- μεγαλύτερη, άμεση, επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού (έναντι π.χ. της Ιταλίας, ή της Γερμανίας, όπου τα έκτακτα μέτρα αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό την παροχή εγγυήσεων), αποτελεί, δε, μια πιο στοχευμένη πολιτική στήριξης της απασχόλησης, καθώς τα μέτρα που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, είχαν ως προϋπόθεση τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, ή συνοδεύονταν από ρήτρα απαγόρευσης απολύσεων.