Η πανδημία COVID-19 κινητοποίησε τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς χρηματοοικονομικής υποστήριξης των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπισή της και τον περιορισμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεών της. Η διαθέσιμη χρηματοδότηση στα κράτη-μέλη εξειδικεύεται στα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, τα οποία περιλαμβάνουν τις μεταρρυθμίσεις και την επενδυτική ατζέντα κάθε χώρας μέχρι το 2026, με βάση έξι περιοχές πολιτικής που θέτει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Από τις περιοχές αυτές, εξέχοντα ρόλο έχει η Πράσινη Μετάβαση, στην οποία θα διοχετευθεί το 37% των διαθέσιμων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη στήριξη δράσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής αειφορίας και βιωσιμότητας. Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος της ενέργειας και οι σχετιζόμενες με αυτόν δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή είναι μείζονος σημασίας.
Για τον λόγο αυτό, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) έχει ως έναν από τους τέσσερις βασικούς του Πυλώνες την Πράσινη Μετάβαση, προς την οποία θα διοχετευθούν συνολικά ευρώ 6.026 εκατ. από τον Προϋπολογισμό του Ταμείου Ανάκαμψης, ήτοι το 1/3 των συνολικών πόρων με τη μορφή επιδοτήσεων. Οι επενδυτικές δράσεις και οι μεταρρυθμίσεις του Πρώτου Πυλώνα κατευθύνονται προς την ηλεκτρική ενέργεια, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), το περιβάλλον, τις υποδομές και τον σχεδιασμό τους. Οι δράσεις οι οποίες αφορούν στην ηλεκτρική ενέργεια και τις ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα απορροφήσουν το 53% του Πρώτου Πυλώνα του Προϋπολογισμού του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ το υπόλοιπο 43% θα κατευθυνθεί προς τις υποδομές, τον σχεδιασμό και τον εξοπλισμό περιβαλλοντικών έργων (Γράφημα 1).
Οι βασικοί επιμέρους στόχοι του πυλώνα της Πράσινης Μετάβασης του Ελλάδα 2.0. είναι: α) η ενίσχυση των ΑΠΕ, β) η εύρεση νέων μεθόδων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, γ) η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, δ) η ευρεία προώθηση των ηλεκτροκίνητων μεταφορών και ε) η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, η οποία ορίζεται ως η κατάσταση κατά την οποία ένα νοικοκυριό δεν δύναται να θερμάνει επαρκώς την οικία του σε λογικό κόστος βάσει του εισοδήματός του.
Τα μέτρα και οι δράσεις που εξειδικεύονται μέσα από την Πράσινη Μετάβαση ευθυγραμμίζονται με τους στόχους που είχαν τεθεί από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (National Energy and Climate Plan) και την περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ως εκ τούτου, ο ενεργειακός τομέας στην Ελλάδα αλλά και οι περιβαλλοντικές δράσεις που συνεπικουρούν στην αντιμετώπιση του φλέγοντος ζητήματος της κλιματικής αλλαγής τίθενται στο επίκεντρο του πολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος.
Άλλωστε η πανδημία οδήγησε σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κυρίως λόγω των περιορισμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων και περιορισμών στις μεταφορές και της επακόλουθης μείωσης των αναγκών σε ορυκτά καύσιμα. Η αποανθρακοποίηση του ενεργειακού τομέα και η πορεία προς μια Ευρώπη μηδενικών εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου έως το 2050 είναι ένας μακροχρόνιος στόχος που έχει τεθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με ενδιάμεσο στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030 σε σχέση με το 1990. Η Ελλάδα μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην επίτευξη των στόχων αυτών μέσα από στοχευμένες δράσεις των προγραμμάτων της και των επενδυτικών της επιλογών, οι οποίες θα κατευθύνονται σε ενεργειακά και περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές.
Διάρθρωση Παραγωγής, Εκπομπές Αερίων Θερμοκηπίου και Ενεργειακές Ανάγκες της Χώρας
Η πρωτογενής παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα περιλαμβάνει κυρίως τον λιγνίτη και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), σε ποσοστό περίπου 48% αμφότερα. Στις ΑΠΕ συγκαταλέγονται ποικίλες μορφές ενέργειας, όπως η υδροηλεκτρική, γεωθερμική, αιολική και ηλιακή θερμική, τα φωτοβολταϊκά και οι αντλίες θερμότητας, οι οποίες όλες μαζί συνιστούν το 31% της πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας, αλλά και τα πρωτεύοντα στερεά και υγρά βιοκαύσιμα και βιοαέρια, τα οποία αποτελούν το 17%. Επιπρόσθετα, ένα πολύ μικρό μέρος της πρωτογενούς παραγωγής ενεργειακών καυσίμων περιλαμβάνει και άλλα ορυκτά καύσιμα, όπως αργό πετρέλαιο και φυσικό αέριο (International Energy Agency, 2019).
Η χρήση λιγνίτη έχει μειωθεί σημαντικά από το 2010 έως το 2019, κατά σχεδόν 60%, φθάνοντας στα 3,09 εκατ. τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου[i] (ΤΙΠ) (Γράφημα 2). Αντίθετα, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ έχει αυξηθεί κατά 51% σωρευτικά κατά την ίδια περίοδο, φθάνοντας στα 3,06 εκατ. ΤΙΠ, υποδηλώνοντας τη βασική στροφή προς τις ΑΠΕ που έχει σημειωθεί στη χώρα κατά την τελευταία δεκαετία.
Οι ανάγκες της χώρας σε ενέργεια δεν καλύπτονται από την πρωτογενή παραγωγή ορυκτών καυσίμων και ΑΠΕ, και ως εκ τούτου, η κάλυψή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές καυσίμων όπως φυσικού αερίου και πετρελαίου. Έτσι, η σημαντική υστέρηση σε αποθέματα ενέργειας έχει οδηγήσει σε αυξημένες εισαγωγές καυσίμων κατά την τελευταία δεκαετία. Συγκεκριμένα, το 2019 σε σχέση με το 2010, οι εισαγωγές φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 38% σωρευτικά, ενώ οι αντίστοιχες των πετρελαιοειδών, εκ των οποίων το 70% αφορά το αργό πετρέλαιο, κατά 21%. Σημαντική άνοδο όμως έχουν καταγράψει και οι εξαγωγές καυσίμων από την Ελλάδα – που περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο προϊόντα διυλισμένου πετρελαίου – οι οποίες σωρευτικά κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 90%.
Ως προς την ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αυτή μειώθηκε κατά 7% σωρευτικά στην περίοδο 2010-2019 και ισοδυναμεί συνολικά με 45,5 TWh (σημ.: 1 TWh=1 τεραβατώρα=1.000 γιγαβατώρες). Αξίζει να σημειωθεί ότι για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιούνται ΑΠΕ και ορυκτά καύσιμα που είτε παράγονται πρωτογενώς στην Ελλάδα είτε εισάγονται από άλλες χώρες. Ως εκ τούτου, για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται ένα μίγμα ενεργειακών καυσίμων, τα οποία περιλαμβάνουν τον λιγνίτη, το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου και τις ΑΠΕ. Το μίγμα αυτό έχει μεταβληθεί σημαντικά στην Ελλάδα σε σχέση με μία δεκαετία πριν. Συγκεκριμένα, το 2010, ο λιγνίτης παρήγαγε πάνω από το ήμισυ (53%) της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι ΑΠΕ μόλις το 18% και το φυσικό αέριο το 17%. Η χρήση λιγνίτη ωστόσο μειώθηκε κατά 60% από το 2010 μέχρι το 2019 και πλέον παράγει μόλις το 27% της ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, το 25% παράγεται από φυσικό αέριο, το 12% από πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου και το μεγαλύτερο μέρος, δηλαδή το υπόλοιπο 36%, από ΑΠΕ.
Οι ΑΠΕ έχουν τη μορφή υδροηλεκτρικής, αιολικής, ηλιακής ενέργειας και βιοαερίων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και έχουν σημειώσει σωρευτική αύξηση της τάξης του 52% μέσα στη δεκαετία 2010-2019. Η υδροηλεκτρική ενέργεια είναι η μόνη μορφή ΑΠΕ που έχασε μέρος του μεριδίου της στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, φθάνοντας στις 4,1 TWh το 2019 (από 7,5 TWh το 2010), αποτελώντας το 9% του συνόλου (από 13% το 2010). Η χρήση αιολικής ενέργειας εκτοξεύθηκε κατά την ίδια δεκαετία, αυξανόμενη κατά 168% από το 2010 στο 2019, φθάνοντας στις 7,3 TWh ή στο 16% του συνόλου (από 5% το 2010). Η ηλιακή/φωτοβολταϊκή ενέργεια έχει αυξηθεί κατακόρυφα, αποτελώντας πλέον το 10% του συνόλου, φθάνοντας στις 4,4 TWh το 2019, όταν η χρήση της στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το 2010 βρισκόταν μόλις στο 0,3%. Τέλος, τα βιοκαύσιμα και συγκεκριμένα τα βιοαέρια αποτελούν σχεδόν το 1% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2019 (από 0,3% το 2010).
Η αύξηση των ΑΠΕ έχει συμβάλλει σημαντικά και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα, οι οποίες μειώθηκαν κατά 7% το 2019 σε σχέση με το 2018 (στους 82,2 τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα), κατά 29% από το 2010 έως το 2019 και κατά 19% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Η μείωση αυτή αντικατοπτρίζει τις μεταβολές στο ενεργειακό μίγμα κατά την τελευταία δεκαετία και την προσπάθεια αποανθρακοποίησης, κυρίως μέσα από τη σταθερά ανοδική χρήση των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού. Ωστόσο, ο περιορισμός της παραγωγικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και η πτώση στα συνολικά επίπεδα παραγωγής ενέργειας έπαιξαν επίσης ρόλο στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία.
Τα αέρια του θερμοκηπίου συνδέονται άρρηκτα με την κλιματική αλλαγή, η οποία αποτελεί μείζον περιβαλλοντικό πρόβλημα. Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εκ των οποίων πάνω από το 80% αποτελείται από διοξείδιο του άνθρακα και το υπόλοιπο 20% από άλλα αέρια, όπως το μεθάνιο, προέρχονται ως επί το πλείστον από δραστηριότητες που συνδέονται με τον ενεργειακό τομέα. Στην Ελλάδα, παρόλο που οι σχετιζόμενες με την ενέργεια δραστηριότητες μείωσαν κατά 28% τις εκπομπές τους από το 2010 στο 2019, ο τομέας εξακολουθεί να παράγει το μεγαλύτερο μέρος των αερίων του θερμοκηπίου, το οποίο φθάνει στο 75% του συνόλου (στα 67,3 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα).
Οι υπόλοιπες πηγές προέλευσης αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα είναι η βιομηχανία, από όπου προέρχεται το 12% των συνολικών εκπομπών, η γεωργία, με μερίδιο 8% και η διαχείριση των αποβλήτων, με ποσοστό 4%. Η χρήση γης, η αλλαγή στη χρήση γης και η δασοκομία απορροφούν αντί να εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα και γι αυτό έχουν αρνητικές τιμές στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το 2019, οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 4% σε σχέση με ένα έτος πριν και κατά 28% σωρευτικά, συγκριτικά με τα επίπεδα του 1990. Μολονότι η πανδημία περιόρισε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 6% παγκοσμίως το 2020, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ετήσια μείωση από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους τελευταίους μήνες του 2020 καταγράφηκε άνοδος των εκπομπών, καθώς σταδιακά επανήλθε η οικονομική δραστηριότητα (ΤτΕ, Έκθεση του Διοικητή 2020).
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!