Τα επιχειρήματα υπέρ του να συνεχισθούν οι μειώσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν ενισχυθεί με τις τελευταίες εξελίξεις, δήλωσε το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Πιέρο Τσιπολόνε.
Σε συνέντευξή του στην ισπανική εφημερίδα Expansion, ο Ιταλός αξιωματούχος της ΕΚΤ ανάφερε ότι τα επιχειρήματα ενισχύονται από τις χαμηλότερες τιμές ενέργειας, την ανατίμηση του ευρώ, τα υψηλότερα πραγματικά επιτόκια και τον κίνδυνο κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων με τις ΗΠΑ.
«Στη συνεδρίαση μας τον Μάρτιο, οι αγορές ανέμεναν τη μείωση των επιτοκίων τους επόμενους μήνες, ακόμη και κάτω από το 2%», δήλωσε ο Cipollone. «Έκτοτε, όχι μόνο επιβεβαιώθηκε αυτό το αφήγημα, αλλά προέκυψαν σημαντικά ζητήματα που ενίσχυσαν τα επιχειρήματα υπέρ της συνέχισης της μείωσης των επιτοκίων», τόνισε ο Τσιπολόνε.
Τον Μάρτιο, η ΕΚΤ μείωσε το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης στο 2,5%, αποφεύγοντας να δώσει σαφές σήμα για την επόμενη κίνησή της. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αρχίζουν να διαμορφώνουν τώρα τις θέσεις τους ενόψει της επόμενης συνεδρίασης στις 17 Απριλίου.
Μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων κατά 500 εκατ. ευρώ
«Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, είναι πιθανό να επιτύχουμε τον στόχο μας για τον πληθωρισμό νωρίτερα από ό,τι δείχνουν οι τελευταίες προβλέψεις μας», δήλωσε ο Τσιπολόνε. «Θα πάμε στην επόμενη συνεδρίαση με νέα δεδομένα που θα πρέπει να αξιολογήσουμε. Εάν επιβεβαιωθεί η πορεία και το αφήγημά μας, από τη δική μου οπτική γωνία υπάρχει περιθώριο να χαλαρώσουμε περαιτέρω τη νομισματική μας πολιτική», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς σχετικά με τη μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ, επικαλέστηκε έρευνα στελεχών της τράπεζας, η οποία υπολογίζει ότι η μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της κατά 500 δισ. ευρώ που αναμένεται το 2025 θα μειώσει την προσφορά πιστώσεων κατά 75 δισ. ευρώ.
«Ως εκ τούτου, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι, αν δεν συμβεί κάτι άλλο, η μείωση του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας ασκεί πιέσεις στην ικανότητα των τραπεζών να δίνουν δάνεια... Επομένως, πρέπει να παρακολουθούμε αυτό το αποτέλεσμα και να το λαμβάνουμε υπόψη κατά τη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της νομισματικής μας πολιτικής», είπε.