Οι ελληνικές τράπεζες έχουν λιγότερο διαφοροποιημένες πηγές εσόδων σε σχέση με τις ευρωπαϊκές, με τα καθαρά έσοδά τους από τέλη και προμήθειες να ανέρχονται περίπου στο 17% των συνολικών λειτουργικών εσόδων τους στο α' εξάμηνο του 2024 έναντι 22% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, αναφέρει σε έκθεσή του ο καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του καναδικού οίκου, οι γερμανικές, ιταλικές και σκανδιναβικές τράπεζες έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή στα έσοδά τους από προμήθειες, ενώ στον αντίποδα βρίσκονται οι ολλανδικές, οι ελληνικές και οι ιρλανδικές τράπεζες.
Ωστόσο, ο οίκος σημειώνει ότι, παρά την πρόσφατη μείωση των προμηθειών τους με παρέμβαση της κυβέρνησης, οι τράπεζες αναμένεται να αυξήσουν τα έσοδα που έχουν από την πηγή αυτή καθώς η ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας και οι πρωτοβουλίες που λαμβάνουν θα οδηγήσουν σε αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικά προϊόντα και επενδύσεις χαρτοφυλακίου.
«Παρά αυτόν και άλλους μετωπικούς ανέμους, όπως η μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους, οι υψηλότερες λειτουργικές δαπάνες και πιθανόν το υψηλότερο πιστωτικό κόστος, αναμένουμε ότι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα διατηρηθεί επαρκής στο ορατό μέλλον.
Κατά την άποψη μας, η διαφοροποίηση των πηγών εσόδων και οι πρωτοβουλίες για βελτιστοποίηση του κόστους παραμένουν «κλειδιά» για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των κερδών των ελληνικών τραπεζών», σημειώνει ο καναδικός οίκος.
Στήριξη από την οικονομία
Ο οίκος σημειώνει ειδικότερα ότι οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας ξεπέρασαν πρόσφατα τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και πιθανότατα θα συνεχίσουν να το κάνουν και τα επόμενα χρόνια.
«Η χαμηλότερη διαφοροποίηση των εσόδων αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ελληνικές τράπεζες σε αυτό το περιβάλλον, καθώς τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) αναμένεται να μειωθούν στο μέλλον λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων.
Ωστόσο, η ισχυρότερη οικονομία της Ελλάδας και οι συνεχιζόμενες στρατηγικές πρωτοβουλίες των τραπεζών αναμένεται να οδηγήσουν περισσότερες ιδιωτικές αποταμιεύσεις σε ασφαλίσεις και επενδύσεις χαρτοφυλακίου» δήλωσε ο Andrea Costanzo, αντιπρόεδρος του DBRS για τις αξιολογήσεις ευρωπαϊκών τραπεζών.
«Οι καταθέσεις λιανικής έχουν επίσης ανακτήσει μέρος των απωλειών που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης δημόσιου χρέους, αλλά παραμένουν κάτω από τα προ της κρίσης επίπεδα.
Ωστόσο, οι περαιτέρω εισροές από τα κεφάλαια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η σταδιακή αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών θα βελτιώσουν πιθανότατα τις καταθέσεις των νοικοκυριών και θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να διατηρήσουν υγιείς τζίρους», σημείωσε η Σπυριδούλα Τζίμα, Αντιπρόεδρος του DBRS για τις αξιολογήσεις χωρών.
O DBRS κάνει λόγο για στροφή των ελληνικών τραπεζών σε πρωτοβουλίες στήριξης των εσόδων τους από προμήθειες. «Σημειώνουμε ότι οι συστημικά σημαντικές ελληνικές τράπεζες έχουν δώσει πρόσφατα μεγαλύτερη έμφαση σε πρωτοβουλίες για τη στήριξη των εσόδων τους από προμήθειες σε ένα πλαίσιο χαμηλότερων επιτοκίων.
Οι προσπάθειές τους περιλαμβάνουν οργανικές καθώς και μη οργανικές δράσεις, μέσω εξωτερικών εταιρικών σχέσεων και μικρών εξαγορών. Σημειώνουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι σε γενικές γραμμές καλύτερα εξοπλισμένες τώρα για να παρέχουν υπηρεσίες που αποφέρουν έσοδα από προμήθειες, όπως διαχείρισης πλούτου και τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα.
Ωστόσο, επί του παρόντος, οι προμήθειες του εξακολουθούν να συνδέονται κυρίως με παραδοσιακές τραπεζικές υπηρεσίες και υπηρεσίες πληρωμών σε σύγκριση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες».
Διαβάστε επίσης: Χρ. Μεγάλου: Πυρετώδεις διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Πειραιώς
Τα έσοδα από προμήθειες σε σχέση με το ενεργητικό
Αν και τα καθαρά έσοδα από προμήθειες συμβάλλουν λιγότερα στα συνολικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ο λόγος των εσόδων από προμήθειες προς το ενεργητικό των τραπεζών είναι σε γενικές γραμμές εναρμονισμένος με αυτό των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Με βάση τα στοιχεία του DBRS, τα έσοδα αντιστοιχούσαν στο 0,6% του συνολικού ενεργητικού στο α' εξάμηνο του 2024 έναντι 0,55% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη.