Λίγες μέρες μετά τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για μείωση του κόστους «λαϊκών» τραπεζικών συναλλαγών και την αντιπαράθεση κυβέρνησης - αντιπολίτευσης, με επίκεντρο τον τραπεζικό τομέα και την υψηλή κερδοφορία του, ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης, με συνέντευξή του στο Forbes Greece υπογραμμίζει ότι απαιτείται μια ψύχραιμη και αντικειμενική αποτίμηση της συνεισφοράς των τραπεζών στην κοινωνία και στην οικονομία, αλλά και μια νέα κοινωνική συμφωνία, την οποία οι τράπεζες πρέπει να αναζητήσουν.
Ο CEO της Alpha Bank απαντά για την ψαλίδα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων – δανείων, αλλά και στην κριτική για το θέμα των χορηγήσεων. Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία του 5ου τραπεζικού πυλώνα και την ενίσχυση του ανταγωνισμού, υπογραμμίζει ότι «περισσότερος ανταγωνισμός, είτε σε επίπεδο τιμολογιακής πολιτικής είτε σε επίπεδο παροχής προϊόντων και υπηρεσιών, είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτος».
Η διαφορά στις καταθέσεις
Στις καταθέσεις παρατηρείται μια διαφορά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η οποία κυμαίνεται γύρω στις 50 μονάδες βάσης, παραδέχεται ο Β. Ψάλτης. Ωστόσο, αυτή η διαφορά, όπως εξηγεί, «δεν προέρχεται από τις προθεσμιακές καταθέσεις, στις οποίες η απόδοση που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και όπου, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν χρεώσαμε ποτέ τους πελάτες μας με αρνητικά επιτόκια. Δεν προέρχεται ούτε από τους λογαριασμούς όψεως και ταμιευτηρίου, καθώς αυτοί τιμολογούνται – λόγω των χαρακτηριστικών της άμεσης ρευστοποίησης – χαμηλά παντού στην Ευρώπη. Η απόκλιση οφείλεται κυρίως στη δομή της καταθετικής βάσης των ελληνικών τραπεζών, η οποία αποτελείται κατά 70% από καταθέσεις ιδιωτών με μικρά υπόλοιπα, συχνά μέχρι 1.000 ευρώ, τις οποίες οι πελάτες μας δεν έχει νόημα να μετατρέψουν σε προθεσμιακές, αφού μέσω αυτών εξυπηρετούν τις καθημερινές τους συναλλακτικές ανάγκες. Είναι και αυτό απότοκο της κρίσης, καθώς πριν από 15 χρόνια η μέση κατάθεση ιδιωτών ήταν υψηλότερη. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν αυτή τη στιγμή υπερβάλλουσα προσφορά καταθέσεων.»
Τα στοιχεία, πάντως, δείχνουν ότι υπάρχει μια θετική μετακίνηση σε εναλλακτικά των καταθέσεων προϊόντα (αμοιβαία, συνταξιοδοτικά κ.ά.). Ωστόσο, «έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας». Στην Ελλάδα ο τομέας της διαχείρισης περιουσίας αντιστοιχεί περίπου στο 10% του ΑΕΠ, ενώ σε άλλες χώρες της Ε.Ε. κυμαίνεται μεταξύ 35% και 45%.
«Εμείς, ως Alpha Bank, πρωταγωνιστούμε μέσω της Alpha Asset Management και της συνεργασίας μας με τη UniCredit, προσφέροντας μια ευρεία γκάμα αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων, με αποδόσεις που κυμαίνονται από 3% έως 5% ετησίως, καλύπτοντας όλη τη διάρκεια του επιτοκιακού κύκλου, με συμμετοχή από πολύ μικρά ποσά. Ήδη, πάντως, βλέπουμε μια θετική μετακίνηση, καθώς, σε επίπεδο συστήματος, 6,5 δισ. ευρώ έχουν επενδυθεί σε τέτοια προϊόντα από τις αρχές του 2023 και επιπλέον 4,5 δισ. ευρώ έχουν τοποθετηθεί σε έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, με ιδιαίτερα ελκυστικές αποδόσεις.»
Για τα επιχειρηματικά δάνεια
Σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις, στο σκέλος που αφορά τις επιχειρήσεις και την κριτική ότι τα δάνεια του ΤΑΑ δίνονται κατά κύριο λόγο σε μεγάλες επιχειρήσεις κι όχι σε μικρομεσαίες, ο Β. Ψάλτης εξηγεί ότι είναι υψηλό το ποσοστό των μικρομεσαίων που, πιθανότατα, υπερβαίνει το 1/3 του συνόλου, παρουσιάζει ληξιπρόθεσμες οφειλές πάσης μορφής – συνεπώς, δεν επιτρέπεται από τον νόμο στις τράπεζες να τις δανείσουν. Σε ό,τι αφορά τα δάνεια του ΤΑΑ, βάσει των επίσημων στοιχείων, παρατηρείται ότι ο αριθμός των δανείων του Ταμείου έχει μοιρασθεί σχεδόν ισομερώς μεταξύ των μικρομεσαίων και των μεγάλων επιχειρήσεων.
«Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό – ιδίως γιατί εμείς, ως Alpha Bank, επιλέξαμε να ρίξουμε το βάρος μας στη χρηματοδότηση των υγιών μικρομεσαίων. Άρα, η κριτική είναι άδικη.»
Για τις χαμηλές πτήσεις των χορηγήσεων στεγαστικών δανείων σημειώνει ότι το 2023 μόλις το 1/4 των συναλλαγών οικιστικών ακινήτων χρηματοδοτήθηκε με στεγαστικό δάνειο, και μάλιστα ένα σημαντικό τμήμα αυτού αφορούσε το κυβερνητικό πρόγραμμα "Σπίτι μου".
«Αυτό σημαίνει πως το πρόβλημα εντοπίζεται στην αδυναμία των υποψήφιων αγοραστών να παρακολουθήσουν την εξέλιξη των τιμών των σπιτιών, καθώς η σχέση τιμής προς διαθέσιμο εισόδημα συνεχώς χειροτερεύει, αφού οι τιμές ανεβαίνουν πιο γρήγορα από τα πραγματικά εισοδήματά τους. Οι τιμές των κατοικιών, αλλά εσχάτως και τα ενοίκια, ενισχύονται την τελευταία διετία με διψήφιο ρυθμό, επηρεασμένες από παράγοντες όπως η τεράστια άνθηση της οικονομίας διαμοιρασμού και, πιθανότατα, το golden visa πρόγραμμα. Όμως το διαθέσιμο εισόδημα, που αντανακλά την πραγματική δυνατότητα αποπληρωμής ενός δανείου, αυξάνεται με πολύ πιο ασθενικό ρυθμό, καθώς – παρά τις σημαντικές ονομαστικές αυξήσεις – η ακρίβεια και η ανασφάλεια βαραίνουν σημαντικά στη σκέψη των νέων ζευγαριών. Και μην ξεχνάμε: ήταν τα νέα ζευγάρια αυτά που έδωσαν την ώθηση για τη μεγάλη ανάπτυξη της στεγαστικής πίστης στη δεκαετία του 2000.»
Η κρίση
Το γεγονός ότι οι τράπεζες βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής και της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν είναι μόνο ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως αναφέρει, σημειώνοντας ότι: «Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι τράπεζες παρουσιάζονται σταθερά στη δημόσια σφαίρα ως οι απόλυτοι υπεύθυνοι για κάθε οικονομική κρίση, κάτι που τις κατατάσσει σε χαμηλά επίπεδα αποδοχής βάσει δημοσκοπικών ευρημάτων. Αποδίδεται στις τράπεζες μια ευθύνη που δεν είναι δική τους: η αποτυχία βελτίωσης της οικονομικής θέσης όλων των πολιτών.»
Στη χώρα μας η τάση αυτή επιδεινώθηκε λόγω της έντασης και της μακράς χρονικής διάρκειας της κρίσης, για τρεις κυρίως λόγους, σύμφωνα με τον Β. Ψάλτη.
Πρώτον, «διότι δεν είπαμε με ευθύτητα στον κόσμο πως στα Μνημόνια μας οδήγησε η δημοσιονομική κατάρρευση του Δημοσίου και όχι τυχόν κακοδιαχείριση των τραπεζών, κάτι που ίσχυσε σε άλλες χώρες.»
Δεύτερον, λόγω της πολιτικής αντιπαράθεσης στην πορεία υλοποίησης των Μνημονίων, με επίκεντρο την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία έγινε για να προστατευθούν οι καταθέσεις των πολιτών, παρά την πτώχευση της χώρας. «Δεν έγινε για να "σωθούν" οι μέτοχοι, καθώς αυτοί, με τη συμμετοχή των τραπεζών στο PSI το 2012, υπέστησαν καθολικές ζημίες, ενώ έχασαν ξανά τα χρήματά τους μετά την περιπέτεια του θέρους του 2015.»
→ Διαβάστε επίσης: Β. Ψάλτης (Alpha Bank): Το συγκινητικό μήνυμα προς το προσωπικό - Τι λέει για Γ. Κωστόπουλο, Β. Ράπανο και Δ. Τσιτσιράγκο
Υπάρχει, όμως, και ένας τρίτος λόγος, σύμφωνα με τον CEO της Alpha Bank: το κρίσιμο κοινωνικό ζήτημα της οριστικής διευθέτησης των χρεών χιλιάδων νοικοκυριών δεν έχει ακόμη λυθεί. Οι τράπεζες, ορθώς, επικεντρωθήκαμε πρωτίστως στην εξυγίανση των ισολογισμών μας από τα κόκκινα δάνεια, βασιζόμενοι ως επί το πλείστον στην κρίσιμη βοήθεια που, μέσω του "Ηρακλή", μας προσέφερε το κράτος. Στόχος μας ήταν να μπορέσουμε, με καθαρούς ισολογισμούς, να υποστηρίξουμε την ανάπτυξη. Και το πετύχαμε – από την αρχή του 2019 έως τώρα η καθαρή πιστωτική επέκταση προσεγγίζει τα 23 δισ. ευρώ. Όμως, ενώ οι τράπεζες έχουν υποστεί σημαντικές απομειώσεις πωλώντας τα κόκκινα δάνεια στους νέους ιδιοκτήτες, αυτό το όφελος δεν έχει περάσει ακόμη καθολικά από τους servicers στους δανειολήπτες, οι οποίοι αισθάνονται μεγάλη αβεβαιότητα για τη μορφή που θα πάρει η εξυγίανση των οικογενειακών τους ισολογισμών. Αυτή η καθυστέρηση, όμως, δεν οφείλεται στις τράπεζες.
«Η δημοσιονομική κρίση οδήγησε στο να έχουμε δύο – το επαναλαμβάνω, δύο – κερδοφόρες χρήσεις τα τελευταία 17 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι τράπεζες θέσαμε ως άμεση προτεραιότητα την ανάγκη εκσυγχρονισμού των υποδομών μας, κυρίως των ψηφιακών, και κινηθήκαμε ταχύτατα για να προσφέρουμε πλήρη κάλυψη των αναγκών των συμπολιτών μας, επενδύοντας εκατοντάδες εκατομμύρια προς αυτήν την κατεύθυνση.»
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!