Αντιμέτωπο με τρεις βασικές προκλήσεις βρίσκεται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σύμφωνα με τη φθινοπωρινή Εκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην οποία καταγράφεται η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε ότι αφορά το μεγάλο αγκάθι, επί σειρά ετών, τα «κόκκινα» δάνεια τα οποία έφυγαν από τους ισολογισμούς αλλά παραμένουν στην οικονομία.
Η κερδοφορία
Σύμφωνα με την έκθεση, βραχυπρόθεσμα η πρώτη πρόκληση είναι αυτή την κερδοφορίας καθώς οι πρόσφατες μειώσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής πρόκειται να ασκήσουν πίεση στα περιθώρια επιτοκίου. Η νομισματική πολιτική έχει αρχίσει να χαλαρώνει στη ζώνη του ευρώ, με σαφή αντίκτυπο στα περιθώρια επιτοκίων. Οι τράπεζες, όπως σημειώνεται, σχεδιάζουν να αντισταθμίσουν τα χαμηλότερα περιθώρια κέρδους με πιστωτική επέκταση και υψηλότερα έσοδα από δραστηριότητες που δημιουργούν προμήθειες «αλλά βραχυπρόθεσμα τα καθαρά κέρδη ενδέχεται να μειωθούν.»
Οι ελληνικές τράπεζες υπολογίζουν ότι για κάθε μείωση 25 μονάδων βάσης των επιτοκίων τα έσοδα από τόκους θα μειωθούν από 12-45 εκατ. ευρώ.
Οι κεφαλαιακές θέσεις
Η έτερη πρόκληση αφορά τις κεφαλαιακές θέσεις των ελληνικών τραπεζών που έχουν βελτιωθεί αλλά το επίπεδο και η ποιότητα των δεικτών κεφαλαίου είναι πιθανόν να αυξηθούν μόνο σταδιακά.
«Ακόμη και μετά τις πρόσφατες αυξήσεις, ο δείκτης CET1 στο 15,4% παραμένει ο δεύτερος χαμηλότερος στην ΕΕ. Επιπλέον, το 41% των συνολικών προληπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών (ή 12,5 δισ. ευρώ) αποτελούνταν από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) τον Ιούνιο του 2024, μείωση από 44% και 12,9 δισ. ευρώ αντίστοιχα τον Δεκέμβριο του 2023»
Τον Μάρτιο του 2024 ο δείκτης Common Equity Tier 1 του ελληνικού τραπεζικού τομέα διαμορφώθηκε στο 15,4% (12), έναντι 13,4% τον Μάρτιο του 2023. Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, όπως αναφέρεται στην έκθεση, έχουν εκπληρώσει τους ενδιάμεσους στόχους τους για τις ελάχιστες (σ.σ απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και αποδεκτές υποχρεώσεις (MREL) από διάφορες εκδόσεις επιλέξιμων ομολόγων (σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία και οι τέσσερις συστημικές έχουν πετύχει τον τελικό στόχο ένα χρόνο νωρίτερα).
Σημειώνεται ότι με βάση τα αποτελέσματα του 9μήνου ο δείκτης CET1 για την Πειραιώς ανήλθε σε 14,7% και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίων σε 19,9%, για την Εurobank σε 17,8% και 20,9% αντίστοιχα. Στην Εθνική Τράπεζα ο συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας διαμορφώθηκε σε 21,5% και ο CET1 σε 18,7% ενώ στην Αlpha Bank Δείκτης FL CET1 ήταν 15,5% και ο Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ανέρχεται σε 20,9%.
⇢ Διαβάστε επίσης: Τράπεζες: Το… πιστόλι του έκτακτου φόρου που διαψεύδεται και η πίεση για τις χρεώσεις
Το DTC
Στην έκθεση γίνεται αναφορά για τα νέα σχέδια ταχεία απόσβεσης του DTC από τις ελληνικές τράπεζες και τονίζεται ότι «η εξισορρόπηση του επιπέδου των διανομών μερισμάτων με την ανάγκη μείωσης του μεριδίου των DTC στο τραπεζικό κεφάλαιο παραμένει σημαντική, υπό το φως των επιχειρηματικών σχεδίων των τραπεζών για ταχεία αύξηση των ποσοστών πληρωμής μερισμάτων (έως και 50%)».
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τους σχεδιασμούς που γνωστοποίησαν στο πλαίσιο παρουσίασης των αποτελεσμάτων του 9μηνου οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα μηδενίσουν μέχρι το 2034, δηλαδή 8 χρόνια νωρίτερα απ’ ότι προβλέπει ο νόμος, το DTC.
Το μεγάλο απόθεμα DTC σε συνδυασμό με το σημαντικό μερίδιο ελληνικών κρατικών ομολόγων που κατέχουν οι τράπεζες και το σημαντικό ποσό κρατικών εγγυήσεων που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής» αλλά και το σημαντικό μερίδιο στην Εθνική και στην Attica Bank που κατέχει το δημόσιο ενισχύει περαιτέρω το δεσμό τραπεζών – κράτους.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!