Σε περιβάλλον γεωπολιτικών εντάσεων και αβεβαιότητας, με τα φώτα να είναι στραμμένα στις αμερικανικές εκλογές οι ελληνικές τράπεζες ετοιμάζονται να παρουσιάσουν τα οικονομικά αποτελέσματα του γ’ τριμήνου (από 1-8 Νοεμβρίου), που σύμφωνα με τους αναλυτές θα είναι ισχυρά και προμηνύουν ότι οι στόχοι που έχουν θέσει θα επιτευχθούν αλλά και θα ξεπεραστούν στο τέλος του χρόνου.
Όπως υπογραμμίζεται στην Εκθεση της Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ (Οκτώβριος 2024) οι προοπτικές του τραπεζικού τομέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία με τη σειρά της επηρεάζεται και από τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο.
«Τυχόν χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να έχει δυσμενείς επιδράσεις τόσο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο».
Επιπρόσθετα, η σταδιακή αποκλιμάκωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την οργανική κερδοφορία των τραπεζών, ιδίως στην περίπτωση που δεν πετύχουν τους στόχους τους για την πιστωτική επέκταση. Ταυτόχρονα, παραμένει η πρόκληση της οριστικής εκκαθάρισης του αποθέματος των εναπομεινάντων ΜΕΔ και της σύγκλισης του δείκτη ΜΕΔ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς και η ανάγκη για αντιμετώπιση των προκλήσεων που πρόσφατα έχουν αναδυθεί, όπως η κλιματική κρίση και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων, που όπως σημειώνεται στην έκθεση συνδέεται στενά με τις γεωπολιτικές εντάσεις «και συνεπώς η αποτελεσματική αντιμετώπισή του απαιτεί συνεργασία σε διεθνές επίπεδο και περαιτέρω διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων που προκύπτουν για το χρηματοπιστωτικό σύστημα»
Σύμφωνα με πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024 και 2,5% το 2025. Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 2,9% το 2024 και 2,2% το 2025. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν: (α) τυχόν επιδείνωση του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωζώνης σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές κρίσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και τις επιπτώσεις τους στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (β) την πρόσφατη αύξηση στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, που θα ενισχύσει περαιτέρω τον πληθωρισμό, (γ) χαμηλότερο του αναμενομένου ρυθμό εφαρμογής των δράσεων του NextGeneration EU (NGEU), (δ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής κρίσης και (ε) τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Οι ημερομηνίες ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων
Σε ότι αφορά τα αποτελέσματα του γ’ τριμήνου (9μηνο 2024) η αυλαία των ανακοινώσεων ανοίγει με την Τράπεζα Πειραιώς την Παρασκευή 1η Νοεμβρίου, στις 7 του μήνα η Εurobank και η Εθνική Τράπεζα και μια μέρα μετά η Alpha Bank. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων γίνεται έχοντας κλείσει ο κύκλος της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες με τις τρεις από αυτές να έχουν ιδιωτικοποιηθεί πλήρως και το δημόσιο να έχει διατηρήσει ποσοστό μόνο στην Εθνική Τράπεζα – 8,4% που θα περάσει μετά την νέα χρόνια στο Υπερταμείο καθώς στις 31 Δεκεμβρίου 2024 πέφτει η αυλαία για το ΤΧΣ.
Ειδικότερα, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αναμένεται να καταγράψουν ισχυρά κέρδη και το 3ο τρίμηνο του έτους και να οδηγήσουν τα κέρδη για το σύνολο του 2024 πάνω από τα 4 δις. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι ο επόπτης, ο SSM θα λάβει αιτήματα για μεγαλύτερα μερίσματα προς τους μετόχους – η πρόθεση τους είναι να διανείμουν συνολικά περίπου του 1,5 δισ. ευρώ έναντι 800 εκατ. ευρώ το 2023 – αλλά και συζητήσουν με το επόπτη μεγαλύτερες αποπληρωμές του αναβαλλόμενου φόρου αξιοποιώντας την υψηλή κερδοφορία. Οι συζητήσεις αυτές έχουν ήδη ξεκινήσει και οι τράπεζες είναι διατεθειμένες να αποπληρώσουν όσο την δυνατόν νωρίτερα - πριν από το 2040 που προβλέπει ο νόμος - τον αναβαλλόμενο (DTC) καθώς θα κλείσουν μια παλιά «εκκρεμότητα» και θα αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία σε ότι αφορά την μερισματική τους πολιτική καθώς έχουν θέσει στόχο το payout ratio να φτάσει το 50%.
Όπως είχε αναφέρει πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζα της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας «Η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2024 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 12,5 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 50,5% των Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 -Common Equity Tier 1-, από 53,5% το Δεκέμβριο του 2023. Για την ταχύτερη επίλυση του προβλήματος αυτού, δρομολογούνται ήδη λύσεις.»
Στο πλαίσιο αυτό οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών προσανατολίζονται να αυξήσουν την ετήσια απόσβεση του DTC στα 300-350 εκατ. ευρώ από 150 -200 εκατ. ευρώ.
►Διαβάστε επίσης: Εθνική Τράπεζα: Πέμπτη 7 Νοεμβρίου ανακοινώνει τα αποτελέσματα του γ' τριμήνου
Υπενθυμίζεται ότι το α’ 6 μηνο του 2024 οι τέσσερις τράπεζες είχαν κέρδη 2,4 δισ. ευρώ (721 εκατ. ευρώ η Eurobank, 670 εκατ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα, 563 εκατ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς και 322,5 εκατ. ευρώ η Alpha Bank) και στα business plans της τριετίας 2024-2026 προβλέπεται διατήρηση των κερδών πάνω από τα 3,5 δις ευρώ.
Με την ΕΚΤ να έχει ήδη προχωρήσει στην τρίτη μείωση των επιτοκίων και να αναμένεται μια ακόμα τον Δεκέμβριο εκτιμάται ότι στα αποτελέσματα του γ΄τριμήνου θα δείξουν την πίεση των επιτοκιακών εσόδων ενώ οι αυξημένες συναλλαγές του καλοκαιριού θα έχουν θετικό αποτύπωμα στα έσοδα από προμήθειες. Στο α’ 6μηνο τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 11,4% και από προμήθειες κατά 15,9%
Ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα είναι αυτό της πιστωτικής επέκτασης που παρά την όχι εύκολη συγκυρία, εκτιμάται ότι σπάσει το φράγμα των 5 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους, με τη Eurobank να έχει θέσει στόχο για νέες εκταμιεύσεις τα 2,3 δισ. ευρώ εκ των οποίων το 1 δισ. ευρώ αφορά το εξωτερικό, την Alpha Bank να έχει θέσει στόχο τα 1,8 δισ. ευρώ, η Πειραιώς τα 1,6 δισ. ευρώ και η Εθνική το 1,5 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων παρέμεινε αρνητικός (Αύγουστος 2024: -2,7%), ενώ από το Μάρτιο του 2022 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής για τα καταναλωτικά δάνεια έχει γίνει θετικός (Αύγουστος 2024: 5,8%). Οι τραπεζικές πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 100 εκατ. ευρώ, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης να επιταχύνεται σε 10,5%.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!