Δύο ακόμα μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ – 25 μονάδες βάσης η κάθε μια – αναμένουν οι αγορές μέχρι το τέλος του χρόνου, με τα βλέμματα να είναι, κατ’ αρχήν στραμμένα στη συνεδρίαση της ΕΚΤ, αύριο Πέμπτη στη Λιουμπλιάνα και την επόμενη, ενδεχομένως στο τέλος του χρόνου, καθώς δύσκολα μπορεί κάποιος να προεξοφλήσει τις προθέσεις των κεντρικών τραπεζικών του ευρωσυστήματος που κινούνται στη γραμμή «βλέποντας και κάνοντας».
Οι ελληνικές τράπεζες που διαθέτουν μεγάλη ρευστότητα περιμένουν υποχώρηση των επιτοκίων της ΕΚΤ – και του euribor – ώστε να δουν αύξηση της ζήτησης των δανείων και να μείνουν εντός των στόχων για πιστωτική επέκταση, αλλά και για να μειωθεί η ψαλίδα των επιτοκίων.
H τάση πάντως, τόσο στις καταθέσεις όσο και στις χορηγήσεις, είναι να εξετάζεται κάθε πρόταση σε εξατομικευμένη βάση, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και το προφίλ κάθε πελάτη.
Και αυτός είναι ο λόγος που οι ελληνικές τράπεζες έχουν δώσει τα τελευταία χρόνια μεγάλη έμφαση στον συμβουλευτικό τους ρόλο, με δεδομένο μάλιστα ότι δίνουν μεγάλο βάρος και στο κομμάτι του asset management καθώς οι πελάτες τους αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις τοποθετώντας τις αποταμιεύσεις τους σε επενδυτικά προϊόντα.
►Διαβάστε επίσης: Servicers: Κάτω από τον πήχη τα business plans λόγω πλειστηριασμών - Στην δευτερογενή αγορά το βάρος
Η ζήτηση για νέα δάνεια
Ειδικότερα σε ότι αφορά τη ζήτηση για νέα δάνεια, είναι σαφές ότι δεν έχει επηρεαστεί μόνο από τα υψηλά επιτόκια αλλά και από το ράλι των τιμών των ακινήτων σε ότι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, για παράδειγμα. Και αυτό παρά τις όποιες προσπάθειες εκ μέρους των τραπεζών για απορρόφηση μέρους των αυξήσεων, όπως στα καταναλωτικά.
Πάντως το πρόγραμμα που προστάτευσε τους δανειολήπτες στεγαστικών αλλά και τις ίδιες της τράπεζες καθώς απέτρεψε την δημιουργία νέου κύματος «κόκκινων» δανείων, ήταν αυτό που «πάγωσε» το κυμαινόμενο επιτόκιο ενήμερων στεγαστικών δανείων στο επίπεδο του Μαρτίου 2023.
Η έκθεση της ΤτΕ
Σύμφωνα με την έκθεση τραπεζικών χορηγήσεων για το γ’ τρίμηνο, που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ΤτΕ, η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια μειώθηκε λόγω του επιπέδου των επιτοκίων και της στάσης αναμονής που τηρούν τα νοικοκυριά ενόψει την αναγγελίας του στεγαστικού προγράμματος «Σπίτι μου» και για το τελευταίο τρίμηνο του έτους θα παραμείνει σχεδόν αμετάβλητη.
Αμετάβλητα παρέμειναν και τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς τα νοικοκυριά (στεγαστικά και καταναλωτικά) αλλά και η αναλογία των αιτήσεων που απορρίφθηκαν, κάτι που δεν αναμένεται να αλλάξει μέχρι το τέλος του 2024.
Στην ευρωζώνη, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, οι τράπεζες ανέφεραν ισχυρή καθαρή αύξηση της ζήτησης των στεγαστικών δανείων (καθαρό ποσοστό 39%) εντονότερη από το γ’ τρίμηνο.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη καθαρή ποσοστιαία αύξηση από το β ́ τρίμηνο του 2015 (42%), υπερέβη τις προσδοκίες των τραπεζών για το γ ́ τρίμηνο του 2024 (26%) και είχε ευρεία βάση σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Συμβαδίζει με τη σταδιακή ενίσχυση των πραγματικών στεγαστικών δανείων τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Οι τράπεζες και στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ και στην πλειονότητα των μικρότερων χωρών ανέφεραν καθαρή αύξηση της ζήτησης στεγαστικών δανείων το γ ́ τρίμηνο του 2024, ενώ μόνο οι τράπεζες σε δύο μικρές χώρες ανέφεραν μείωση.
Η ζήτηση στεγαστικών δανείων στην ευρωζώνη ανέκαμψε έντονα λόγω των αναμενόμενων περικοπών επιτοκίων και της βελτίωσης των προοπτικών της στεγαστικής αγοράς ενώ οι τράπεζες ανέφεραν περαιτέρω καθαρή χαλάρωση των πιστωτικών κριτηρίων για δάνεια προς νοικοκυριά για αγορά κατοικίας (-3%).
Οι ελληνικές τράπεζες προφανώς «ποντάρουν» στην υποστήριξη της πιστωτικής επέκτασης από τα προγράμματα «Σπίτι μου ΙΙ» που στόχος είναι να ξεκινήσει στις αρχές της επόμενης χρονιάς αλλά και σε προγράμματα, όπως το «Εξοικονομώ» που εξασφαλίζουν χαμηλότερα επιτόκια. Αντίστοιχα, τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, του δημοσίου «άνοιξαν την πόρτα» της χρηματοδότησης με προνομιακούς όρους.
Για παράδειγμα το Ταμείο Εγγυοδοσίας ΤΕΠΙΧ ΙΙΙ έχει αρχικό προϋπολογισμό 300 εκατ. ευρώ και με τη μόχλευση δημιουργείται χαρτοφυλάκιο που αγγίζει τα 1,8 δις ευρώ.
Το εν λόγω Ταμείο δημιουργήθηκε για να παρέχει εγγυημένα δάνεια επενδυτικού σκοπού, δάνεια κεφαλαίου κίνησης προς ΜμΕ και επιπλέον παρέχει επιδότηση επιτοκίου 2%-3% για τα δύο πρώτα χρόνια.
Από τις αρχές του χρόνου και μέχρι το τέλος Αυγούστου το συνολικό ποσό των δανείων στο πλαίσιο των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων οι τράπεζες έχουν εκταμιεύσει συνολικά 2.775,92 εκατ. ευρώ , σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσαν οι ελληνικές τράπεζες στους θεσμούς την προηγούμενη εβδομάδα αναφορικά.
Την ίδια περίοδο οι τράπεζα έχουν χορηγήσει επιχειρηματικά δάνεια ύψους 15.973,95 εκατ. ευρώ. Στο συνολικό πόσο χρηματοδότησης των 18.749,87 εκατ. ευρώ που παρέχεται από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα και διευκολύνσεις επιχειρηματικού δανεισμού περιλαμβάνονται και 680,64 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο συγχρηματοδότησης από το ΤΑΑ.
►Διαβάστε επίσης: Attica Bank: Εως 62% η Thrivest μετά το reverse split, την ΑΜΚ και τα warrants - Ανοίγει ο δρόμος για είσοδο και άλλων επενδυτών
Οι καταθέσεις
Σε ότι αφορά τις καταθέσεις οι τράπεζες δέχονται σφοδρή κριτική λόγω της μεγάλης ψαλίδας μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων – χορηγήσεων (τον Ιούλιο το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,57%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 5,86%, με αποτέλεσμα το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων να αυξηθεί στις 5,29 εκατοστιαίες μονάδες).
Τα στοιχεία ωστόσο δείχνουν (Αύγουστος 2024), ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των καταθέσεων νοικοκυριών με συμφωνημένη διάρκεια (προθεσμιακές καταθέσεις) που δίνουν μεγαλύτερες αποδόσεις επιβραδύνθηκε περαιτέρω (στο 6,3%) καθώς η ανακατανομή από καταθέσεις μιας ημέρας σε προθεσμιακές που πραγματοποιήθηκε τον 2023 μετά την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, έφτασε στο τέλος της.
Σημαντικές εισροές από νοικοκυριά καταγράφηκαν επίσης το 2023 και το πρώτο τρίμηνο του 2024 σε εναλλακτικές επιλογές αποταμίευσης - κοντά στα 11 δις ευρώ - που προσφέρουν αποδόσεις υψηλότερες από τις καταθέσεις (3%-5% ετησίως) όπως αναφέρει το τελευταίο Νοte one the Greek economy που δημοσίευσε τις προηγούμενες μέρες η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σημειώνεται ότι τα προηγούμενα χρόνια, όταν η ΕΚΤ είχε αρνητικά επιτόκια παρέμβασης οι ελληνικές τράπεζες, σε αντίθεση με μεγάλους ευρωπαϊκούς ομίλους, δεν μετακύλησαν αυτό το κόστος στους πελάτες τους και διατήρησαν μη αρνητικά επιτόκια καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίση
Όπως αναφέρεται στο Note one the Greek Ecomony τον Αύγουστο του 2024, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 1,4 δισ. ευρώ και διαμορφώθηκαν σε 195 δισ. ευρώ. Η πιστωτική επέκταση των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις επιταχύνθηκε στο 10,5% σε ετήσια βάση, ενώ ο ρυθμός συρρίκνωσης των στεγαστικών δανείων συνέχισε να διαμορφώνεται στο 2,7% σε ετήσια βάση. Τα επιτόκια τραπεζικών δανείων παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητα τόσο για τα εταιρικά δάνεια όσο και για τα στεγαστικά δάνεια προς τα νοικοκυριά (στο 5,73% και 3,87% αντίστοιχα)
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!