Εντός του Απριλίου και πριν την έναρξη υποβολής των φορολογικών δηλώσεων αναμένεται να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις από το υπουργείο Οικονομικών σε ότι αφορά ανοικτά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις ηλεκτρονικές αποδείξεις, τα τεκμήρια διαβίωσης και την προκαταβολή φόρου. Τα θέματα αυτά πρέπει να επιλυθούν πριν την έναρξη των δηλώσεων και αυτό διότι είναι αδύνατο να ξεκινήσει η υποβολή με ανοικτά αυτά τα ζητήματα.
Μέσα στον ίδιο μήνα εκτιμάται ότι μπορεί να υπάρξουν οι οριστικές αποφάσεις για τον ΕΝΦΙΑ. Μπορεί οι δανειστές να προεξόφλησαν την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, ώστε να προσεγγίσουν τις εμπορικές, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο.
Εξάλλου και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας κράτησε αποστάσεις από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι πληροφορίες πάντως αναφέρουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο μεσούσης της πανδημίας να υπάρξει αναπροσαρμογή αξιών.
Μετά το Πάσχα οι φορολογικές δηλώσεις
Με ανοικτά αρκετά ζητήματα και άλλες προτεραιότητες για το υπουργείο Οικονομικών, είναι κάτι περισσότερο από πιθανό ότι η πλατφόρμα για την υποβολή των δηλώσεων να ξεκινήσει εφέτος μετά από το Πάσχα, δηλαδή μετά τις 2 Μαΐου.
Ετσι το φετινό ραντεβού των 6,4 εκατομμυρίων νοικοκυριών με την Εφορία, θα αναβληθεί και η ηλεκτρονική πύλη στο taxis αναμένεται να ανοίξει αργότερα από το συνηθισμένο.
Πιο συγκεκριμένα, όπως όλα δείχνουν η υποβολή των φορολογικών δηλώσεων θα ξεκινήσει μέσα πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου καθώς μια σειρά από εκκρεμότητες που σχετίζονται με την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος αλλά και οι χιλιάδες δηλώσεις για κρατικές ενισχύσεις και αποζημιώσεις (επιστρεπτέα προκαταβολή, μειωμένα ενοίκια, επίδομα θέρμανσης) που υποβάλλονται καθημερινά στις πλατφόρμες της ΑΑΔΕ από πληττόμενους φορολογούμενους καθυστερούν την έναρξη της διαδικασίας υποβολής των φορολογικών δηλώσεων.
Το νέο χρονοδιάγραμμα
Και βέβαια αφού η υποβολή θα ξεκινήσει αργά, θα τελειώσει και αργότερα με το πιθανότερο σενάριο να επαναληφθεί το περυσινό σχέδιο. Δηλαδή να δοθεί και φέτος η δυνατότητα στους φορολογούμενους να εξοφλήσουν το φόρο εισοδήματος που θα προκύψει από την εκκαθάριση της φορολογικής τους δήλωσες σε 8 ίσες μηνιαίες δόσεις με την πρώτη να καταβάλλεται έως τις 31 Ιουλίου και την τελευταία έως το Φεβρουάριο του 2022.
Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, η πλέον πιθανή καταληκτική ημερομηνία υποβολής των δηλώσεων θα είναι το τέλος Αυγούστου με την πληρωμή διπλής δόσης.
Πριν από όλα πρέπει να ξεκαθαριστούν μία σειρά από πράγματα, για να ξεκινήσει η διαδικασία για την υποβολή των δηλώσεων. Τα θέματα που πρέπει να διευκρινιστούν και να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις είναι ηλεκτρονικές αποδείξεις, τα τεκμήρια και την προκαταβολή φόρου εισοδήματος.
Πιο συγκεκριμένα:
Ηλεκτρονικές αποδείξεις: Εξετάζεται μείωση του ορίου του 30% επί του εισοδήματος των φορολογούμενων στα επίπεδα του 20% ή και πιο κάτω αλλά και ακύρωση του πέναλτι φόρου 22% για τους φορολογούμενους που δεν κατάφεραν το 2020 να καλύψουν το 30% του εισοδήματός με δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν με ηλεκτρονικό χρήμα.
Τεκμήρια: Λόγω της πτώσης των εισοδημάτων χιλιάδες φορολογούμενοι κινδυνεύουν να πληρώσουν επιπλέον φόρο καθώς δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τις αντικειμενικές δαπάνες με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης. Ετσι, αναζητείται «φόρμουλα» για τον υπολογισμό των τεκμηρίων διαβίωσης στις φορολογικές δηλώσεις του 2021 για όσους πλήττονται από την πανδημία ώστε να λαμβάνονται υπόψη και οι κρατικές ενισχύσεις όπως για παράδειγμα τα μη επιστρεπτέα ποσά της επιστρεπτέας προκαταβολής που έλαβαν οι επαγγελματίες και οι ατομικές επιχειρήσεις το 2020.
Προκαταβολή φόρου: Για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες που άντεξαν το 2020 στο τσουνάμι της πανδημίας και παρά το γεγονός ότι κατέγραψαν μείωση τζίρου θα εμφανίσουν κέρδη στις φετινές φορολογικές δηλώσεις εξετάζεται επανάληψη της μείωσης της προκαταβολή φόρου όπως και πέρυσι. Δηλαδή:
- Για πτώση τζίρου 5%-15%, το ποσοστό μείωσης να ανέλθει στο 30%
- Για πτώση τζίρου 15,01%-25%, το ποσοστό μείωσης να ανέλθει στο 50%
- Για πτώση τζίρου 25,01%-35%, το ποσοστό μείωσης να ανέλθει στο 70%
- Για πτώση τζίρου μεγαλύτερη του 35%, το ποσοστό μείωσης να ανέλθει στο 100%.