O οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ (low) με σταθερό trend. Οπως αναφέρει ο οίκος σε ανακοίνωσή του, το σταθερό trend αντανακλά την άποψή του ότι η Ελλάδα εισήλθε στην τρέχουσα κρίση μετά από σειρά ετών με δημοσιονομική υπεραπόδοση, η οποία σε συνδυασμό με τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα παρέχει στη χώρα κάποια δημοσιονομική δυνατότητα για να αντιμετωπίσει τον αντίκτυπο της κρίσης.
Η επιβεβαίωση του αξιόχρεου υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωσύστημα. «Μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019, η ελληνική κυβέρνηση έχει δείξει ισχυρή δέσμευση στην εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Χάρη στις διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, η Ελλάδα διατήρησε μία συνετή δημοσιονομική στάση έως την κρίση, που αποτυπώθηκε σε πρωτογενή πλεονάσματα για μία πενταετία, υπερκαλύπτοντας τους δημοσιονομικούς στόχους της και οδηγώντας σε πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους», σημειώνει ο DBRS.
«Eπιπλέον», αναφέρει, «η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγορών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λόγω της πανδημίας (PEPP) διασφαλίζει την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές με ιστορικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης». Πιο σημαντικό είναι, προσθέτει ο οίκος ότι η Ελλάδα αναμένεται να λάβει ένα σημαντικό ποσό επιχορηγήσεων από το χρηματοδοτικό μέσο «Επόμενη Γενιά ΕΕ» που ανέρχεται στο 9% του ΑΕΠ του 2019 και θα στηρίξει πιθανότατα την ανάκαμψη, βελτιώνοντας τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ο οίκος αναφέρει ότι η αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού στο πρώτο τρίμηνο φέτος και τα περιοριστικά μέτρα θα καθυστερήσουν πιθανόν την ανάκαμψη. «Ωστόσο», προσθέτει, «έχει γίνει σημαντική πρόοδος στην ενίσχυση των προοπτικών ανάπτυξης με τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και τη μείωση της γραφειοκρατίας που είχε περιορίσει στο παρελθόν τις ιδιωτικές επενδύσεις». Επιπλέον, η Ελλάδα θα ωφεληθεί σημαντικά από το χρηματοδοτικό μέσο «Επόμενη Γενιά ΕΕ», καθώς θα λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ του 2019) σε επιχορηγήσεις και δάνεια έως το 2026. Ο DBRS σημειώνει ότι κατά την άποψή του «η ικανότητα της Ελλάδας να βελτιώσει την ικανότητα απορρόφησής της (σ.σ.: των κοινοτικών πόρων), διατηρώντας παράλληλα τη μεταρρυθμιστική δυναμική της θα είναι οι βασικοί καθοριστικοί παράγοντες των προοπτικών ανάπτυξής της».
Ενθαρρυντική η συνεχής δέσμευση για πολιτικές ενίσχυσης των επενδύσεων
Από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, σημειώνει ο οίκος, η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει σημαντική πρόοδο στο να ξεμπλοκάρει μεγάλα επενδυτικά σχέδια, να μειώσει τη γραφειοκρατία και να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον. «Το 2019, η Ελλάδα είχε υψηλή επίδοση στον δείκτη «Εκκινώντας μία Επιχείρηση» της Παγκόσμιας Τράπεζας, κατατασσόμενη 11η μεταξύ 190 χωρών», αναφέρει, προσθέτοντας: «Οι πρόσφατες προσπάθειες για τη βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης με την ψηφιοποίηση των κυβερνητικών υπηρεσιών της είναι θετικές, ωστόσο η ψηφιακή επίδοση της Ελλάδας, όπως μετράται από τον δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας είναι ακόμη χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ». Ο DBRS θεωρεί ότι η βελτίωση στο πολιτικό περιβάλλον και η κυβερνητική δέσμευση για την αντιμετώπιση μακροχρόνιων προκλήσεων «δικαιολογεί μία θετική ποιοτική αξιολόγηση για το κεφάλαιο που αφορά στο πολιτικό περιβάλλον.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ / ΜΠΕ
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!