O κίνδυνος για μία νέα κρίση του ευρώ αυξάνεται, σύμφωνα με τον γνωστό αρθρογράφο του Reuters, Hugo Dixon, ο οποίος εστιάζει στα δημοσιονομικά προβλήματα – υψηλά ελλείμματα και χρέος - που αντιμετωπίζουν η γαλλική και η ιταλική οικονομία.
Ο Dixon εκτιμά ότι οι δύο μεγάλες αυτές χώρες δεν θα λάβουν επιτύχουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ δεν συντρέχουν και προϋποθέσεις σημαντικής ανάπτυξης για να μειώσουν με τον τρόπο αυτό τα χρέη τους
Όπως φάνηκε και από την ανησυχία των επενδυτών μετά την προκήρυξη των πρόωρων βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, μία αδυναμία διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών θα δημιουργήσει πρόβλημα και στην Ευρωζώνη, όπως συνέβη την περασμένη 10ετία αν και σήμερα μάλλον δεν συντρέχουν ακόμη οι συνθήκες για να συμβεί αυτό.
Ξερό προσάναμμα στο δάσος
Ο Dixon περιγράφει τον αντίκτυπο που θα υπάρξει στην Ευρωζώνη από τις δύο αυτές μεγάλες οικονομίες, παρομοιάζοντάς τη με ένα δάσος, όπου συσσωρεύεται ξερό προσάναμμα.
Ο κύριος φόβος σήμερα είναι ότι η Γαλλία, όπου η ακροδεξιά Rassemblement National (Εθνική Συσπείρωση) κυριάρχησε στον πρώτο γύρο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών, μπορεί να εισέλθει σε μια περίοδο ακραίας πολιτικής αστάθειας και δημοσιονομικής σπατάλης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομη αύξηση των αποδόσεων των γαλλικών κρατικών ομολόγων.
Αλλες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα η Ιταλία, θα μπορούσαν να υποστούν το φαινόμενο του ντόμινο. «Το ενιαίο νόμισμα θα βρισκόταν τότε στα σχοινιά. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι πολύ μεγαλύτερες οικονομίες από την Ελλάδα και τα άλλα μέλη της ευρωζώνης που βρέθηκαν στο επίκεντρο της τελευταίας κρίσης», σημειώνει.
Η γαλλική ακροδεξιά περιορίζει τις δεσμεύσεις
Αυτό το σενάριο δεν φαίνεται να είναι άμεσο, επειδή ο Ζορντάν Μπαρντελά, ο ακροδεξιός υποψήφιος για την πρωθυπουργία, έχει περιορίσει τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις του κόμματός του. Ο Εθνικός Συναγερμός θέλει τη νίκη στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2027 και θα ήταν ανόητο να υπονομεύσει την αξιοπιστία του προκαλώντας μια οικονομική κρίση πριν από αυτές.
Οι επενδυτές δεν φαίνονται να είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι. Από τις 9 Ιουνίου που ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε τις εκλογές, η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των γαλλικών και των γερμανικών 10ετών κρατικών ομολόγων έχει διευρυνθεί, ανοίγει από τις 49 στις 85 μονάδες βάσης.
Ο αντίκτυπος στην Ιταλία ήταν επίσης περιορισμένος: η διαφορά απόδοσης των ομολόγων της σε σχέση με τα γερμανικά αυξήθηκε στις 162 από τις 133 μονάδες βάσης. Το 2011, όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας, η διαφορά έφτασε τις 560 μονάδες βάσης.
Ανησυχητικές οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές
Ο Dixon αναφέρει οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για το ενιαίο νόμισμα είναι ανησυχητικές. Τα υψηλά χρέη, οι πιεστικές ανάγκες για δαπάνες και η χαμηλή ανάπτυξη σε πολλές χώρες σε μια εποχή αυξανόμενου εθνικισμού και γεωπολιτικών συγκρούσεων συσσωρεύουν προβλήματα.
Η Ευρωζώνη διαθέτει τρόπους για να προστατευτεί από μια οικονομική κρίση, όπως με την αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω του TPI (του μέσου προστασίας μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής), το οποίο όμως προβλέπεται για να «αντιμετωπίζει αδικαιολόγητες και άτακτες δυναμικές της αγοράς» και όχι σπάταλες δημοσιονομικές διαχειρίσεις από χώρες-μέλη. Έτσι, μια κυβέρνηση που κινείται αυθαίρετα, μπορεί να μείνει μόνη της απέναντι στους επενδυτές ομολόγων, όπως έμεινε η Ελλάδα το 2015 μέχρι να αποδεχθεί το τρίτο μνημόνιο.
Υψηλότερα τα επιτόκια σήμερα
Μία διαφορά με την κρίση του ευρώ είναι πως τα επιτόκια είναι τώρα υψηλότερα από ό,τι ήταν τότε και επομένως είναι υψηλότερο το κόστος εξυπηρέτησης των κρατικών χρεών.
Το χρέος της Ιταλίας ανήλθε στο 137% του ΑΕΠ της πέρυσι, ενώ της Γαλλίας στο 111% ενώ τα δημοσιονομικά ελλείμματα των δύο χωρών ανέρχονταν στο 7,2% και 5,5% του ΑΕΠ, αντίστοιχα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε τη Γαλλία και την Ιταλία, μαζί με άλλες επτά χώρες της Ευρωζώνης και τρεις που δεν χρησιμοποιούν το ευρώ – στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Τους επόμενους μήνες θα προσπαθήσει να πείσει καθεμία από αυτές να μειώσουν το χρέος τους στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. . Η Γαλλία και η Ιταλία μπορεί να χρειαστεί να περιορίζουν ετησίως το έλλειμμά τους κατά 0,5% και 0,6% του ΑΕΠ αντίστοιχα, αν τους δοθεί το μέγιστο χρονικό διάστημα των επτά ετών για να προσαρμοστούν, σύμφωνα με το ινστιτούτο Bruegel.
Οι πολιτικοί, όμως, δεν θα θελήσουν να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες ή να αυξήσουν τους φόρους, καθώς αυτό θα υπονομεύσει τη δημοτικότητά τους και θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά μπορεί κάλλιστα να διαπραγματευτούν μια συμφωνία με την Επιτροπή. Αν γίνει αυτό, οι αγορές αναμένεται να παραμείνουν ήρεμες προς το παρόν.
Το πρόβλημα είναι ότι οι δείκτες χρέους προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, φθάνοντας το 145% του ΑΕΠ στην Ιταλία και το 115% στη Γαλλία έως το 2029, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Έτσι, το κόστος δανεισμού θα εξακολουθήσει να παραμένει υψηλό ακόμη και μετά από κάποια δημοσιονομική περικοπή.
Υψηλές ανάγκες για δαπάνες
Επιπλέον, τα ελλείμματα θα είναι δύσκολο να μειωθούν σε χαμηλά, επειδή όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα για την άμυνα, την κλιματική αλλαγή και τη γήρανση του πληθυσμού τα επόμενα χρόνια. Εάν η Ρωσία νικήσει την Ουκρανία, οι χώρες είναι πιθανό να προβούν πανικόβλητες σε εξοπλιστικές δαπάνες.
Τέλος, οι χώρες της ευρωζώνης δεν θα μπορέσουν να μειώσουν τα χρέη τους μέσω της ανάπτυξης. Η γαλλική οικονομία θα αναπτυχθεί με μέσο ρυθμό μόλις 1,3% τα επόμενα έξι χρόνια, ενώ η Ιταλία θα καταφέρει έναν ρυθμό μόλις 0,6%, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Η γεωπολιτική κατάσταση
Το έργο τους θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο αν επιδεινωθεί η γεωπολιτική κατάσταση. Ο υφέρπων ψυχρός πόλεμος μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών, και ο συνακόλουθος κατακερματισμός του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος, περιορίζουν ήδη την παγκόσμια οικονομία. Εάν ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο και πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του για επιβολή δασμών, η ανάπτυξη θα δεχτεί άλλο ένα χτύπημα.
Η ΕΕ, σημειώνει ο Dixon, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ορισμένες από αυτά τα προβλήματα αν μπορούσε να ενισχύσει την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις. Θα μπορούσε να ενισχύσει την ενιαία αγορά της και να υιοθετήσει μια στοχευμένη βιομηχανική πολιτική σε ολόκληρη την ΕΕ, η οποία θα χρηματοδοτείται από έναν κεντρικό προϋπολογισμό, ώστε να διασφαλίσει ότι δεν θα μείνει πίσω από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες χρησιμοποιούν επιδοτήσεις για να στηρίξουν τις εταιρείες τους.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι πολιτικές απαιτούν μεγαλύτερη ενότητα. Οι εθνικιστές πολιτικοί που βρίσκονται σε άνοδο σε ολόκληρη την ΕΕ θα είναι απρόθυμοι να τις υιοθετήσουν, εκτιμά ο αρθρογράφος και επομένως, η ευρωζώνη φαίνεται καταδικασμένη σε αργή ανάπτυξη και υψηλό χρέος.
«Καθώς όλο και περισσότερο ξηρό προσάναμμα συσσωρεύεται στο δάπεδο του δάσους, ο κίνδυνος μιας νέας πυρκαγιάς αυξάνεται συνεχώς», καταλήγει.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!