Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας πρέπει να χαιρετίζεται, αλλά πρέπει να τη βλέπει κανείς στο πλαίσιο της μεγάλης κρίσης που πέρασε, αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times, σημειώνοντας ότι η κρίση άφησε μία τρύπα, από την οποία για να βγει μπορεί να χρειαστεί μία γενιά.
Η Ελλάδα είναι πράγματι μεταξύ των χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη, αλλά είναι πλέον και η φτωχότερη, σημειώνει.
Η οικονομία της αναπτύχθηκε κατά 2% το 2023 έναντι συρρίκνωσης 0,3% της γερμανικής οικονομίας. Από το 2019 αναπτύσσεται σχεδόν με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με την Ευρωζώνη, ενώ το ΔΝΤ προβλέπει στην τελευταία έκθεσή του ότι θα αναπτυχθεί 2% και φέτος και το ΑΕΠ της θα συνεχίσει να αυξάνεται περισσότερο από την Ευρωζώνη την επόμενη διετία.
Παράλληλα, το δημόσιο χρέος της μειώθηκε πέρυσι, όπως ανακοίνωσε η Eurostat, κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 162% του ΑΕΠ και η S&P αναβάθμισε την Παρασκευή τις προοπτικές του αξιόχρεου της σε θετικές.
Ωστόσο, η τελευταία ανάκαμψη αύξησε λίγο μόνο το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ την τελευταία διετία και όχι αρκετά για να μην είναι πλέον οι φτωχότεροι στην Ευρωζώνη.
Η φτωχότερη χώρα της Ευρωζώνης
Το γεγονός αυτό ήταν κάτι νέο για την Ελλάδα καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ήταν κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ έως το 2009 που ξέσπασε η κρίση. Εκτοτε, το βιοτικό επίπεδο σε 10 χώρες της ΕΕ πέρασε το αντίστοιχο της Ελλάδας, η οποία έγινε η δεύτερη φτωχότερη χώρα στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία.
«Με το κενό με τη Βουλγαρία να μειώνεται γρήγορα, δεν είναι παράλογο να περιμένει κανείς ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη στην ΕΕ», αναφέρει το δημοσίευμα.
Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30% από την αρχή της κρίσης. Το 2016, οι καταναλωτικές δαπάνες ήταν μειωμένες κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές δαπάνες κατά 20% και οι επενδύσεις κατά 65%.
Η ελληνική οικονομία είναι σήμερα περίπου 19% μικρότερη από ό,τι το 2007 - παρά την ισχυρή ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία - ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.
Το οικονομικό πλήγμα είναι σχεδόν πρωτοφανές στη σύγχρονη εποχή, συγκρίσιμο μόνο με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, σημειώνει ο Γιώργος Λαγαρίας επικεφαλής οικονομολόγος της Mazars Wealth Management.
Μείωση 30% των πραγματικών μισθών
Οι πραγματικοί μισθοί μειώνονταν σταθερά μέχρι το 2022, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ και ήταν κατά 30% χαμηλότεροι σε σχέση με τα προ της χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα, αφήνοντας τη χώρα με έναν από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ο κατασκευαστικός τομέας - σημαντικός μοχλός ανάπτυξης πριν από την κρίση – είχε σχεδόν εξαϋλωθεί. Οι επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ στο αποκορύφωμα της φούσκας του 2008, έχουν έκτοτε κατρακυλήσει στο 2% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης.
Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της χώρας. Ο κ. Λαγαρίας υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη με περιορισμένη μόχλευση -που είναι η περίπτωση της Ελλάδας- θα παραμείνει υποτονική και προβλέπει ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια «επίμονων μεταρρυθμίσεων» για να επιστρέψει η Ελλάδα στο σημείο που βρισκόταν το 2007.
Στην τελευταία του έκθεση για τη χώρα, το ΔΝΤ αναφέρει επίσης την κλιματική αλλαγή ως κίνδυνο - καθώς το 90% των τουριστικών υποδομών της χώρας και το 80% των βιομηχανικών δραστηριοτήτων βρίσκονται σε περιοχές που εκτίθενται σε υψηλούς κλιματικούς κινδύνους – καθώς και τα ολοένα και πιο αρνητικά δημογραφικά στοιχεία.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!