Στη συμβολή της Ελλάδος στον ενεργειακό εφοδιασμό της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μέσω της ανάπτυξης νέων ενεργειακών υποδομών, συμπεριλαμβανομένων διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας και υποδομών φυσικού αερίου, αναφέρθηκε χθες η Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κυρία Αλεξάνδρα Σδούκου, συμμετέχοντας στο Άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας.
Στο Συμβούλιο δόθηκε έμφαση σε τρεις παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των σχεδιασμών για τα δίκτυα. Τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού δικτύου ηλεκτρισμού, την ανθεκτικότητα των ενεργειακών υποδομών και τη χρηματοδότηση των απαραίτητων επενδύσεων, με τη δημιουργία κατάλληλων εργαλείων.
Παρά την κρισιμότητα των δικτύων για την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ η χρηματοδότησή τους αυτή τη στιγμή υπολείπεται. Η χρηματοδότηση των απαραίτητων ενισχύσεων του δικτύου απαιτεί την κινητοποίηση τεράστιων πόρων. Σύμφωνα με το REPowerEU, απαιτούνται συνολικά 584 δισεκατομμύρια ευρώ επενδύσεων σε υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ 2022-2030.
Σύμφωνα με τη Μελέτη Αναγκών Συστημάτων TYNDP 2022 από το ENTSO-E, θα απαιτείται από το 2025 έως το 2030 να εγκατασταθούν 64 GW πρόσθετης διασυνοριακής δυναμικότητας δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, μέχρι το 2040 θα απαιτείται ισχύς 24 GW για να συμβαδίσει με τις γρήγορες αλλαγές στη ζήτηση και την προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας. Οι υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να ακολουθήσουν όσον αφορά τη χωρητικότητα, την ευελιξία και τη διασυνδεσιμότητα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Για να υλοποιηθούν αυτές οι επενδύσεις προτείνεται, εξορθολογισμός των υφιστάμενων μηχανισμών χρηματοδότησης με ταυτόχρονη καλύτερη σύνδεσή τους με το αποτέλεσμα της προσέγγισης συντονισμένου σχεδιασμού, αύξηση των διαθέσιμων δημοσίων προϋπολογισμών, εξέταση καινοτόμων χρηματοδοτικών προγραμμάτων (π.χ. μια υπεράκτια επενδυτική διευκόλυνση) και ανάπτυξη ή βελτίωση πλαισίων για διασυνοριακή κατανομή δαπανών.
Στόχος του Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας να συντονιστούν οι στρατηγικές των κρατών μελών ώστε να αναπτυχθούν από κοινού υποδομές δικτύων στην Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση των αιτημάτων σύνδεσης στο δίκτυο, τις γεωπολιτικές αβεβαιότητες και την ατζέντα για την ενεργειακή μετάβαση.
Δεν αρκεί η τεχνοκρατική προσέγγιση
Στην εισαγωγική παρέμβασή της, η Υφυπουργός τόνισε τη σημασία των δικτύων για την ενεργειακή μετάβαση: «Η ανάπτυξη των δικτύων ηλεκτρισμού αποτελεί το στοίχημα της επόμενης πενταετίας και προς την κατεύθυνση αυτή δεν αρκεί μόνο η προσέγγιση των έργων, μόνο με αυστηρά, τεχνοοικονομική σκοπιά, όπως αυτή αντανακλάται από το “παραδοσιακό” εργαλείο της ανάλυσης κόστους - οφέλους. Θα πρέπει κατά τον στρατηγικό σχεδιασμό των δικτύων να λαμβάνονται υπόψη πιο σύνθετοι παράγοντες, όπως οι φυσικές καταστροφές, η κλιματική αλλαγή, η κοινωνική αποδοχή, τα ζητήματα κυβερνοασφάλειας και διαταραχών των προμηθευτικών αλυσίδων».
Η κυρία Σδούκου σημείωσε ότι σήμερα, κατά την ανάπτυξη των έργων ηλεκτρικών δικτυων, παρατηρείται συχνά καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να έχουν αλλάξει οι συνθήκες στην αγορά, όταν τελικά αυτά υλοποιούνται. Όπως επισήμανε, μια προσέγγιση «από κάτω προς τα επάνω» (bottom-up) είναι σε θέση να προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ θα ενισχύσει σημαντικά τις προοπτικές των νέων ηλεκτρικών διαδρόμων τόσο στον άξονα Βορρά - Νότου όσο και Ανατολής - Δύσης.
Υπογράμμισε ως βασικές πτυχές των ηλεκτρικών δικτύων του μέλλοντος, την κυβερνοασφάλεια, την αποκεντρωμένη δομή (επακόλουθο της διεσπαρμένης παραγωγης των ΑΠΕ που διεισδύει με ραγδαίους ρυθμούς στο ενεργειακό μείγμα), το ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο και την επαρκή διασυνδεσιμότητα. Σημείωσε, επίσης, ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να συνδράμει στην προσπάθεια, με το συντονισμό μεταξύ των μελών του, την ανάπτυξη τυποποιημένων πρωτοκόλλων ασφαλείας και στρατηγικών αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης, καθώς και μέσω της ανάπτυξη ικανοτήτων των μελών του για προστασία κρίσιμων υποδομών.
Στο Άτυπο Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ συζητήθηκε, επίσης, το ζήτημα της χρηματοδότησης και απομείωσης του κινδύνου των επενδύσεων σε διασυνοριακές, ενεργειακές υποδομές. Η Υφυπουργός ανέφερε ότι χωρίς προληπτικές επενδύσεις (anticipatory investments), η απαιτούμενη επέκταση του δικτύου θα υστερήσει δομικά, σε σχέση με την επέκταση των ΑΠΕ και των νέων αυξημένων φορτίων που προκύπτουν, για παράδειγμα, από τον εξηλεκτρισμό της θέρμανσης και των μεταφορών. Όπως δήλωσε: «Οι διασυνοριακές υποδομές δικτύων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κοινό αγαθό της ΕΕ, με μια πανευρωπαϊκή προσέγγιση στην αδειοδότηση, όπου τα κράτη - μέλη συμμετέχουν στην έγκριση της ανάπτυξης των απαραίτητων υποδομών, μέσω κοινών διαδικασιών ταχείας παρακολούθησης».
Χρηματοδότηση
Η κυρία Σδούκου σημείωσε ότι απαιτείται ενεργός εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), των διαχειριστών των δικτύων των κρατών - μελών, των κυβερνήσεων, των ρυθμιστών, αλλά και ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και θεσμικών επενδυτών για την παροχή κεφαλαίων. Υπογράμμισε, μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό τη σημασία του χρηματοδοτικού μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη» και την ανάγκη για αύξηση των πόρων του, δεδομένων των αυξημένων αναγκαίων επενδύσεων.
Τέλος, στο περιθώριο του Άτυπου Συμβουλίου υπεγράφη το Solar Charter, που αποσκοπεί στην ενίσχυση της στήριξης των κατασκευαστών φωτοβολταϊκών στην ΕΕ, δηλαδή στη διατήρηση των υφιστάμενων και στη δημιουργία νέων εργοστασίων. Παράλληλα, αναδεικνύει την ανάγκη για μια ανθεκτική, βιώσιμη και ανταγωνιστική ευρωπαϊκή αλυσίδα αξίας φωτοβολταϊκών.
Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου για τις υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας θα υποβληθούν προς έγκριση κατά το επόμενο επίσημο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ενέργειας που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 30 Μαΐου 2024 στις Βρυξέλλες.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!