Θετικές είναι οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία το 2024 καθώς αναμένεται να αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ευρωζώνη, όπως επισημαίνει στην τριμηνιαία έκθεση για το τέταρτο τρίμηνο του 2023 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στηρίζονται σε παράγοντες, όπως η συνέχιση της επιτυχούς αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τον τραπεζικό κλάδο, η ενίσχυση του πλαισίου επενδύσεων, η πολιτική σταθερότητα, και οι πολιτικές φορολογικής συμμόρφωσης.
Ωστόσο, οι εντεινόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, εξακολουθούν να υπάρχουν οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις που σχετίζονται με τον χαμηλό λόγο επενδύσεων προς ΑΕΠ, τη δημογραφική κρίση αλλά και την κλιματική αλλαγή.
Αναγκαία η αποτελεσματική αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης
Για το λόγο αυτό απαιτείται η υλοποίηση των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμειου Ανάκαμψης για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης. Χαμηλότερο από το αναμενόμενο ποσοστό απορρόφησης και κυρίως διοχέτευσης των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και καθυστερήσεων στην εκτέλεση έργων, πιθανόν θα προκαλούσε αναιμική ανάκαμψη επενδύσεων.
Όσον αφορά το δημοσιονομικό πεδίο, η πρόβλεψη του Γραφείου είναι για χαμηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης σε σχέση με τον Προϋπολογισμό του 2024 λόγω του γεγονότος ότι αυξάνονται οι αβεβαιότητες για το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2024 σε ένα περιβάλλον που εκλείπει πλέον η θετική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού στα δημόσια έσοδα.
Η βασική πρόβλεψη του Γραφείου τοποθετεί τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας στο 2,5% και σε 2,9% για τον πληθωρισμό. Παρόλα αυτά, το Γραφείο θεωρεί ότι ο στόχος για πρωτογενές αποτέλεσμα 2024 ύψους 2,1% του ΑΕΠ είναι εφικτός υπό την προϋπόθεση της αποφυγής έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και της απαρέγκλιτης τήρησης των στόχων του προϋπολογισμού.
Επίμονος ο πληθωρισμός τροφίμων
Ιδιαίτερα επίμονος παρουσιάζεται και ο πληθωρισμός τροφίμων που σύμφωνα με την ανάλυση του Γραφείου συνεισέφερε κατά 56% στον συνολικό ετήσιο πληθωρισμό μεταξύ Ιανουαρίου 2023 και Ιανουαρίου 2024, αφαιρώντας από την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος κυρίως των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Είναι επομένως απαραίτητο να ενταθούν οι παρεμβάσεις πολιτικής προς την κατεύθυνση ενίσχυσης του ανταγωνισμού σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα. Επίσης, πολιτικές ενίσχυσης της διαφάνειας τιμών, και έλεγχος για περιπτώσεις αδικαιολόγητα μεγάλης αύξησης τιμών στα τρόφιμα και βασικές υπηρεσίες, θα ήταν προς την σωστή κατεύθυνση.
Πράγματι, η ενδυνάμωση των καταναλωτών με περισσότερες πληροφορίες και εργαλεία για τη σύγκριση τιμών μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην μετρίαση των επιπτώσεων του πληθωρισμού. Ένα τέτοιο εργαλείο θα μπορούσε να ήταν η εκτεταμένη χρήση ιστοσελίδων και apps τύπου marketwatch ανά συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, με συχνή επικαιροποίηση, on line,των τιμών που εμφανίζονται στο «ράφι» για διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες.
Όταν οι καταναλωτές μπορούν εύκολα να συγκρίνουν τιμές και να επιλέγουν λιγότερο ακριβές εναλλακτικές, και οι επιχειρήσεις είναι ενήμερες για τη λειτουργία ενός τέτοιου αποτελεσματικού πλαισίου ενημέρωσης, τότε οι τελευταίες είναι πιθανότερο να προσαρμόσουν τις τιμολογιακές τους στρατηγικές για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Καθώς στοχεύουν άμεσα τις τιμές, οι πολιτικές αυτές ορθά εφαρμοζόμενες θα μπορούσαν να είχαν καλύτερο αποτέλεσμα για την επίτευξη του στόχου της πληθωριστικής αποκλιμάκωσης, συγκριτικά με ευρείες δημοσιονομικές παρεμβάσεις στήριξης εισοδημάτων λαμβάνοντας υπόψη και το δημοσιονομικό κόστος που οι τελευταίες συνεπάγονται.
Προσοχή σε υπέρμετρες αυξήσεις μισθών
Το Γραφείο θεωρεί ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή σε όποιες υπέρμετρες αυξήσεις ονομαστικών μισθών. Ειδικότερα οι αυξήσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες των δυνατοτήτων της οικονομίας ώστε να μην υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα της.
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6,4% βρίσκεται οριακά μέσα στις δυνατότητες της οικονομίας, αν δεν τις ξεπερνάει. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η οικονομία επιτύχει έναν ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης μέσα στο 2024. Διαφορετικά είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να εμποδίσει την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Η επίδραση του στην απασχόληση θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα ενισχύσει την προσφορά εργασίας προς κλάδους με ελλείψεις εργαζομένων, όπως ο τουρισμός.
Για τον πληθωρισμό, η επίδρασή του θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η αύξηση του μισθολογικού κόστους που συνεπάγεται μπορεί να απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις, καθώς και από το εάν η αύξηση αυτή θα συνδυαστεί με αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα εκείνες που παρουσιάζουν υψηλή κερδοφορία, θα πρέπει, επιδεικνύοντας κοινωνική ευθύνη, να απορροφήσουν στα κέρδη τους την αύξηση του μισθολογικού κόστους που αναμένεται για το 2024–ώστε να λειτουργήσουν ως φρένο και όχι ως καταλύτης σε περαιτέρω άνοδο τιμών–ενώ και οι όποιες απαιτήσεις για αυξήσεις ονομαστικών μισθών θα πρέπει να είναι λελογισμένες και μέσα στα περιθώρια αντοχής της οικονομίας.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!