Ισχυρότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την Ευρωζώνη έως το 2030, αλλά και – σε μικρότερο βαθμό – την περίοδο 2030-2060 προβλέπει το βασικό μακροπρόθεσμο σενάριο που έχει καταρτίσει ο ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, το δυνητικό πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 2,7% στην τρέχουσα δεκαετία (2020-2030) έναντι 1,1% στην Ευρωζώνη και 1,5% στη ζώνη του ΟΟΣΑ.
Για την πιο μακρά περίοδο 2030-2060, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αναμένεται να αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 1,9% έναντι 1,4% της Ευρωζώνης και 1,6% του ΟΟΣΑ.
Οι λόγοι της υψηλότερης ανάπτυξης
Η ταχύτερη αύξηση στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως σε δύο από τους τέσσερις προσδιοριστικούς παράγοντες του συγκεκριμένου δείκτη – του δυνητικού ποσοστού απασχόλησης και της τάσης αποδοτικότητας της εργασίας.
Συγκεκριμένα, το υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης αναμένεται να αυξήσει κατά 1,1% το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην τρέχουσα δεκαετία έναντι αύξησης 0,4% στην Ευρωζώνη και στον ΟΟΣΑ.
Η αποδοτικότητα της εργασίας θα ενισχύσει κατά 1,3% το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έναντι 0,6% στην Ευρωζώνη και 0,9% στον ΟΟΣΑ.
Το ύψος του παγίου κεφαλαίου ανά εργαζόμενο αναμένεται να ενισχύσει ελαφρά περισσότερο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα (0,3%) σε σχέση με την Ευρωζώνη (0,2%), ενώ θα είναι στα ίδια επίπεδα με τον ΟΟΣΑ (0,3%).
Αντίθετα, η δημογραφική γήρανση αναμένεται αναμένεται να μειώσει τον πληθυσμό σε εργάσιμη ηλικία και κατ’ επέκταση να μειώσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 0,1% τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη, ενώ στον ΟΟΣΑ θα μείνει αμετάβλητο.
Η ανάπτυξη την περίοδο 2030-2060
Στην περίοδο 2030-2060, η αποδοτικότητα της εργασίας προβλέπεται να μείνει ισχυρή στην Ελλάδα και να οδηγήσει σε αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 1,3% έναντι αύξησης 1% στην Ευρωζώνη και 1,1% στον ΟΟΣΑ.
Ελαφρά ισχυρότερη θα είναι και η συμβολή του δυνητικού ρυθμού απασχόλησης και του παγίου κεφαλαίου ανά εργαζόμενο στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας (0,5% και 0,7% έναντι 0,2% και 0,5%, αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη).
Αντίθετα, η πτωτική επίδραση θα είναι μεγαλύτερη από τη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού που θα είναι σε εργάσιμη ηλικία (-0,5% έναντι -0,3% στην Ευρωζώνη και -0,2% στον ΟΟΣΑ).
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται μέτρα για τη σταθεροποίηση του χρέους
Ένα άλλο συμπέρασμα από τις προβολές του ΟΟΣΑ είναι ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες που δεν θα χρειαστεί να αυξήσουν τη φορολογία τους για να διατηρήσουν το τρέχον επίπεδο παροχών του δημοσίου χωρίς να αυξήσουν το χρέος τους στην περίοδο 2024-2060.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, όλες οι χώρες του Οργανισμού θα έπρεπε να αυξήσουν τη φορολογία, εκτός από την Εσθονία και την Ολλανδία (που έχουν ελάχιστο δημόσιο χρέος) και την Ελλάδα και την Πορτογαλία που έχουν κάνει σημαντικές προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής τα τελευταία χρόνια. Βέβαια, στην περίπτωση της Ελλάδας ο στόχος δεν είναι να διατηρήσει το χρέος που έχει, γιατί είναι πολύ υψηλό, αλλά να το μειώσει, αλλά η μελέτη του ΟΟΣΑ δεν περιλαμβάνει σχετικές προβολές.
Για το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, η δημοσιονομική πίεση που θα ασκηθεί για τη διατήρηση των σημερινών επιπέδων χρέους θα φτάσει το 6,25% του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι θα έπρεπε να αυξηθεί αντίστοιχα η φορολογία (εφόσον δεν μειωθεί το σημερινό επίπεδο δημόσιων παροχών). Σε 9 χώρες, μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ, το αντίστοιχο ποσοστό θα ξεπερνούσε μάλιστα το 9%.
Η αύξηση αυτή θα προέλθει κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες από το αρχικό διαρθρωτικό δημοσιονομικό κενό, κατά 1,4 μονάδες από τη μεταβολή στη διαφορά r-g (όπου r είναι το επιτόκιο και g ο ρυθμός ανάπτυξης), κατά 2,1 μονάδες από την αύξηση των δαπανών για υγειονομική περίθαλψη και κατά 1,5 μονάδες από την αύξηση των συντάξεων.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!