Στο επίκεντρο κορυφαίων επενδυτικών funds και παγκόσμιων επιχειρηματικών κολοσσών έχουν βρεθεί αρκετές ελληνικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για εταιρείες οι οποίες έχουν ικανό management και σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις διεθνείς αγορές. Τι κοιτάζουν όμως οι διαχειριστές των funds πριν αποφασίσουν να επενδύσουν σε μία ελληνική εταιρεία; Απαντήσεις έδωσαν χθες στο Innovative Greeks, που διοργανώθηκε από τον ΣΕΒ και την Endeavor, εκπρόσωποι τεσσάρων funds που διαχειρίζονται... ουκ ολίγα δισ. δολάρια.
Οι τρεις λόγοι που... έφεραν το CVC στην Ελλάδα
Ξεκινώντας από την CVC Capital Partners, που αδιαμφισβήτητα είναι ένας από τους κορυφαίους ξένους επενδυτές στη χώρα μας την τελευταία πενταετία, ο ελληνικής καταγωγής Τζέιμς Χριστόπουλος, managing director της εταιρείας, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «στην Ελλάδα επενδύουμε συστηματικά από το 2016, ωστόσο πριν μπούμε στην ελληνική αγορά τη... σκανάραμε για πολλά χρόνια».
Η CVC αποφάσισε να επενδύσει στη χώρα μας για τρεις βασικούς λόγους, σύμφωνα με τον κ. Χριστόπουλο:
- Πρώτον, γιατί παρότι τότε (το 2016) η χώρα βίωνε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, εντούτοις το fund διακρίνε ότι υπάρχουν προοπτικές ανάκαμψης, μία εκτίμηση η οποία εκ των υστέρων δικαίωσε την CVC.
- Δεύτερον, αποφάσισε η πρώτη επένδυση να πραγματοποιηθεί στις υπηρεσίες υγείας, έναν κλάδο που τον γνώριζε καλά από προηγούμενες επενδύσεις που είχε πραγματοποιήσει σε Ισπανία και Ιταλία.
- Τρίτος παράγοντας είναι το ικανότατο ανθρώπινο δυναμικό που υπάρχει σε αρκετές ελληνικές εταιρείες.
Οι επενδύσεις του fund
Σχετικά με τις επενδύσεις που έχει ήδη κάνει το CVC, ο κ. Χριστόπουλος αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην τοποθέτηση σε μία καινοτόμο εταιρεία, όπως η Skroutz, η οποία διαθέτει άτομα με μεγάλο ταλέντο.
Ακόμη στον κλάδο της Υγείας, όπου έχει δημιουργήσει έναν πανίσχυρο όμιλο, το fund επένδυσε σε εξοπλισμό χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, αναπτύσσοντας την τηλεϊατρική στο πλαίσιο μεγαλύτερης αλληλεπίδρασης γιατρών και ασθενών.
Τέλος, έμφαση έδωσε και στον κλάδο των τροφίμων/εστίασης. Ο κ. Χριστόπουλος ανέφερε ότι δίνεται έμφαση σε βιολογικά προϊόντα και σε προϊόντα φυτικής προέλευσης, τομέα όπου η Ελλάδα βρίσκεται στα πρώτα της βήματα, ωστόσο είναι παγκόσμια τάση, ενώ παράλληλα έχει αποφασίσει να συνεργαστεί με αγρότες και με εκπροσώπους της ελληνικής κουζίνας.
Ο επενδυτικός ορίζοντας της CVC είναι 5-10 χρόνια, ενώ το μέγεθος της επένδυσης ορίζεται στα επίπεδα των 400-500 εκατ. ανά εταιρεία - στόχο.
Η Bain Capital εστιάζει σε founders με... καταπληκτικές ιδέες
Ο Scott Friend, partner της Bain Capital Ventures, με κεφάλαια υπό διαχείριση 9 δισ. δολάρια, ανέφερε ότι η εταιρεία του ασχολείται με όλο το επιχειρηματικό οικοσύστημα. Για τους λόγους που επέλεξε η Bain να επενδύσει σε ελληνικές εταιρείες, ο κ. Friend σημείωσε για παράδειγμα ότι «τα κίνητρα για την Persado ήταν ότι διαθέτει καταπληκτικούς founders με καταπληκτικές ιδέες, σύμφωνες με αυτές που είχα κι εγώ στη δική μου επιχείρηση πριν πάω στην Bain».
Το ίδιο έπραξαν και για την επένδυσή τους στην Upstream, μία εταιρεία η οποία, όπως είπε, «διαθέτει πολύ καλή ομάδα μηχανικών και προϊόντων, με μεγάλο ταλέντο. Αυτό ψάχνουμε στο Σαν Φρανσίσκο». Πρόσθεσε δε με έμφαση ότι «κάποιες ευρωπαϊκές μπορούν να γίνουν παγκόσμιες, είναι γεννημένες για αυτό, σε αντίθεση με αρκετές αμερικανικές οι οποίες επιλέγουν να αναπτυχθούν εντός συνόρων και αντιμετωπίζουν πρόβλημα να βγουν εκτός ΗΠΑ».
Insight Partners: Τα δυνατά σημεία
Ο Νικήτας Κουτουπές, managing director της Insight Partners, μιας εταιρείας με πάνω από 30 δισ. δολάρια υπό διαχείριση κεφάλαια και επενδύσεις σε περισσότερες από 400 εταιρείες έως τώρα, ανέφερε ότι «στόχος μας είναι να γίνουμε scale up partners σε επιχειρήσεις που έχουν προοπτικές και χρειάζονται κεφάλαια για να αναπτυχθούν εντός και εκτός συνόρων».
Ο κ. Κουτουπές υπογράμμισε ότι «το οικοσύστημα στην Ελλάδα, πλέον, έχει κατανοήσει πως για να αναπτυχθεί μια εταιρεία έχει ανάγκη επενδύσεις από επενδυτές», ενώ θέλοντας να δώσει μια συμβουλή σε ελληνικές επιχειρήσεις σημείωσε ότι «αυτές πρέπει να δουν τα δικά τους δυνατά σημεία, τις ιδιαιτερότητες του δικού τους οικοσυστήματος, δεν χρειάζεται δηλαδή να γίνουν όπως η... Silicon Valley».
Ανθρώπινο κεφάλαιο που... δεν βρίσκεις αλλού
Τόνισε δε με έμφαση πως «η Ελλάδα διαθέτει ανθρώπινο κεφάλαιο με μεγάλες δυνατότητες στον τεχνολογικό τομέα που δύσκολα μπορείς να βρεις αλλού, σε σχέση και με το κόστος εργασίας». Κατέληξε λέγοντας ότι «η πρόσφατη κρίση ήταν πολύ κακή συγκυρία, ωστόσο πάντα υπάρχουν ευκαιρίες. Τα πιο λαμπρά μυαλά μας έχουν αποφασίσει να ασχοληθούν με το νέο οικοσύστημα και όχι σε τράπεζες και σε δημόσιο τομέα, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Πρέπει να προσελκύσουμε αυτά τα άτομα αλλά και τους ομογενείς που έχουν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην οικογένειά τους έχοντας μια πολύ καλή δουλειά, κάτι που έγινε και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως στο Δουβλίνο και το Βερολίνο».
83North: Μεγαλύτερος επενδυτικός ορίζοντας για εταιρείες με ελκυστικό προϊόν
Τέλος, η Laurel Bowden, partner στη 83North η οποία έχει υπό διαχείριση κεφάλαια 1,3 δισ. δολάρια τόνισε ότι «αναζητούμε εξαιρετικούς founders που εστιάζουν στο προϊόν, σε αγορές που μας αρέσουν. Αυτές δεν χρειάζεται να είναι τεράστιες, αν δεν είναι π.χ. πολύ ανταγωνιστικές».
Μάλιστα, σε σχέση με το παρελθόν έχει αλλάξει ο χρονικός ορίζοντας των επενδύσεων, μιας και πλέον αυτός ανέρχεται σε 10-15 χρόνια, αναφέροντας ως παράδειγμα εταιρεία στην οποία η 83North τοποθετήθηκε πριν από 14 χρόνια και φέτος ετοιμάζεται πλέον να μπει στο χρηματιστήριο.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!