Ο πληθωρισμός προσφοράς είχε ελαφρά μεγαλύτερη επίδραση στην πρόσφατη αύξηση του γενικού πληθωρισμού στην Ελλάδα σε σχέση με τον πληθωρισμό ζήτησης, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία περιλαμβάνεται στο οικονομικό δελτίο της που κυκλοφόρησε σήμερα.
Ωστόσο, η επίδραση από την πλευρά της προσφοράς ήταν σαφώς μεγαλύτερη στην πορεία του πυρήνα του πληθωρισμού, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, σύμφωνα με τη μελέτη της Ηρώ Κοφινά και του Φίλιππου Πετρουλάκη, με τίτλο: «Προσδιοριστικοί παράγοντες του πληθωρισμού στην ελληνική οικονομία».
Επειδή ήταν δύσκολο να αναγνωριστεί το είδος της πληθωριστικής διαταραχής, καθώς κατά την πρόσφατη άνοδο του πληθωρισμού η αύξηση του κόστους της ενέργειας συνέπεσε με την εφαρμογή επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών και με τη γενικότερη αύξηση της κατανάλωσης που επέφερε το τέλος της πανδημίας, τα στελέχη της ΤτΕ εφάρμοσαν το νέο πλαίσιο ανάλυσης διαταραχών σε δεδομένα για την Ελλάδα.
Το υπόδειγμα αυτό εκτιμά τις διαταραχές για κάθε κλάδο της οικονομίας χωριστά, επιτυγχάνοντας την αναγνώριση του είδους της διαταραχής βάσει της υπόθεσης ότι οι διαταραχές ζήτησης μεταβάλλουν τόσο τις τιμές όσο και την κατανάλωση προς την ίδια κατεύθυνση (ανοδική ή καθοδική), ενώ οι διαταραχές προσφοράς μεταβάλλουν τις τιμές και την κατανάλωση προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Διαβάστε επίσης: Eurostat: Στο 3,4% αυξήθηκε ο πληθωρισμός τον Ιούλιο - Στο 5,3% μειώθηκε στην Ευρωζώνη
Δεν αρκεί η νομισματική πολιτική
Η μελέτη συμπεραίνει ότι η πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού δεν ήταν εύκολο να μετριαστεί αποκλειστικά με μέτρα νομισματικής πολιτικής, τα οποία είναι γνωστό ότι αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα τον πληθωρισμό ζήτησης.
Ωστόσο, σημειώνει ότι η άσκηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής παραμένει ενδεδειγμένη και σε περιόδους παρατεταμένου πληθωρισμού προσφοράς, για την αποτροπή της δημιουργίας πληθωριστικών προσδοκιών.
Ο αντίκτυπος στο πρωτογενές αποτέλεσμα
Στο θέμα των επιπτώσεων του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας αναφέρεται μία άλλη μελέτη της ΤτΕ, την οποία συνέταξαν η Σοφία Λαζαρέτου και ο Γιώργος Παλαιοδήμος.
Κατά κανόνα, σημειώνουν μια μέτρια αύξηση του πληθωρισμού θεωρείται ευνοϊκή για τα δημόσια οικονομικά, κυρίως διότι ο πληθωρισμός αυξάνει τα ονομαστικά φορολογικά έσοδα και, αυξάνοντας το ονομαστικό ΑΕΠ, διευκολύνει, ceteris paribus, την αποπληρωμή του χρέους. Πράγματι, η μεγάλη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέος προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2022 οφείλεται κυρίως στην επιτάχυνση του πληθωρισμού.
Διαβάστε επίσης: Χρέος: Οι τρεις λόγοι για τη μείωσή του - Το πρωτογενές πλεόνασμα και το ταμειακό μαξιλάρι
Αρνητικός αντίκτυπος από τον πληθωρισμό κόστους
Από την ανάλυσή τους προκύπτει ότι μεσοπρόθεσμα, μετά δηλαδή από 4-5 τρίμηνα, ο αντίκτυπος του πληθωρισμού στο πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα εξαρτάται από το είδος της διαταραχής.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του πληθωρισμού ζήτησης, ο αντίκτυπος στο πρωτογενές αποτέλεσμα ως ποσοστό στο ΑΕΠ θα είναι μικρός και συνεπώς δεν επιδεινώνει τη δημοσιονομική θέση της χώρας.
Αντίθετα, στην περίπτωση που ο πληθωρισμός προκαλείται από εξωγενή αύξηση του κόστους (πληθωρισμός κόστους), η επίπτωση είναι αρνητική, σημαντική και έχει διάρκεια, συνδέεται δε μεσοπρόθεσμα με αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα και στα φορολογικά έσοδα.
Συνεπώς, καταλήγουν οι συγγραφείς, «κρίσιμης σημασίας για τον ποσοτικό και χρονικό προσδιορισμό των επιπτώσεων μιας αύξησης του πληθωρισμού και κατ’ επέκταση για τον καθορισμό του είδους της αντίδρασης της οικονομικής πολιτικής, είναι να διαπιστωθεί εγκαίρως αν η πληθωριστική έκπληξη οφείλεται σε διαταραχές στη συνολική ενεργό ζήτηση (πληθωρισμός ζήτησης) ή σε διαταραχές στη συνολική προσφορά προϊόντος (πληθωρισμός κόστους)».
Διαβάστε επίσης: Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, γονατίζει οικονομία και καταναλωτές - Πρώτο «θύμα» το λιανικό εμπόριο
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!