Στις ελληνικές τράπεζες και στις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που απαρτίζουν το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, αναφέρθηκε κατά την τοποθέτηση του στο FinForum 2023 ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.
Ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα πολύ πιο βελτιωμένα μεγέθη σε σχέση με το παρελθόν και έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα, ωστόσο επισημαίνει πως οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παγκοσμίως έχουν αυξηθεί τον τελευταίο χρόνο και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις.
«Οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη στην παγκόσμια και ειδικά στην ευρωπαϊκή οικονομία παραμένουν αβέβαιες, εν μέσω των υψηλών γεωπολιτικών κινδύνων και της αύξησης των επιτοκίων που κατέστη αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο υψηλός πληθωρισμός. Κάποιοι αναλυτές μάλιστα κάνουν λόγο για ένα νέο τρίλημμα που αντιμετωπίζουν οι αρχές καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τον υψηλό πληθωρισμό μέσω της νομισματικής πολιτικής, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αλλά και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ο συνδυασμός αυτός (δηλαδή υψηλός πληθωρισμός και αυξημένα επιτόκια), ασκούν πίεση στα νοικοκυριά και σε ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως στους δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο δανείων και στους ‘ευάλωτους’ δανειολήπτες, όπως αυτούς που ήταν σε τροχιά ανάκαμψης από την πανδημία. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκλεισθεί η πιθανότητα χειροτέρευσης της ποιότητας του ενεργητικού τους το προσεχές χρονικό διάστημα», υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στην επενδυτική βαθμίδα και τις μεταρρυθμίσεις, ο κ. Στουρνάρας έκανε λόγο για θετικές προοπτικές:
«Το προσεχές χρονικό διάστημα, η Ελλάδα αναμένεται να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Αυτό θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις για το σύνολο της οικονομίας, καθώς θα ενισχύσει, μέσω των επενδύσεων, την οικονομική ανάπτυξη και θα διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές με χαμηλότερο (του υφιστάμενου) κόστος άντλησης κεφαλαίων. Δεδομένου ότι οι τράπεζες έχουν σχέδια για σημαντικού ύψους εκδόσεις ομολόγων και κεφαλαιακών μέσων, είναι κατανοητό ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις.
Η οικονομία θα ευνοηθεί τα επόμενα έτη από την υλοποίηση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που ήδη εξήγγειλε η κυβέρνηση καθώς και από την αξιοποίηση των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Γίνεται αντιληπτό ότι οι ευκαιρίες που δημιουργούνται για τις ελληνικές τράπεζες για τη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου δανείων τους είναι σημαντικές, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενίσχυση της κερδοφορίας και της κεφαλαιακής τους επάρκειας».
Αναλυτικά η ομιλία Στουρνάρα στο FinForum 2023:
Κύριες και κύριοι,
Είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή για εμένα να απευθύνω την εναρκτήρια ομιλία στη σημερινή ημερίδα, η οποία έχει ένα πολύ πλούσιο και ενδιαφέρον πρόγραμμα. Θα αναφερθώ στις ελληνικές τράπεζες και στις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που απαρτίζουν το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Θα ξεκινήσω από τις τράπεζες, αλλά πριν μιλήσω για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που αντιμετωπίζουν σήμερα, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη αναφορά στην πολύ μεγάλη απόσταση που έχουν διανύσει τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά την εξυγίανση των ισολογισμών τους και τη βελτίωση των χρηματοοικονομικών τους μεγεθών:
Την περασμένη δεκαετία, η Ελλάδα βίωσε μία από τις πιο σοβαρές οικονομικές κρίσεις στην παγκόσμια οικονομική ιστορία μεταπολεμικά, με βαριές συνέπειες και για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Στις αρχές του 2016, σχεδόν το ήμισυ του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών ήταν μη-εξυπηρετούμενο. Σε ορισμένους επιμέρους τομείς του χαρτοφυλακίου δανείων, όπως οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, το ποσοστό των μη-εξυπηρετούμενων δανείων ανερχόταν περίπου στα 2/3 του συνόλου. Είναι κατανοητό ότι υπό τις συνθήκες αυτές, οι τράπεζες αδυνατούσαν να επιτελέσουν το σημαντικό διαμεσολαβητικό τους ρόλο στην οικονομία. Έκτοτε, οι ελληνικές τράπεζες εμφάνισαν πολύ μεγάλη μείωση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, ιδίως μετά την επιλογή της προστασίας στοιχείων ενεργητικού μέσω της χορήγησης κρατικής εγγύησης, γνωστής ως ‘Ηρακλής’, και σήμερα διαθέτουν μονοψήφιο δείκτη, ο οποίος ανέρχεται σε 8,8%, σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου 2023, σε σύγκριση με 45% που ήταν το Μάρτιο του 2016.
Στην κορύφωση της κρίσης, οι τράπεζες είχαν υψηλή εξάρτηση από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) της Κεντρικής Τράπεζας για τη χρηματοδότησή τους, εν μέσω συνεχόμενης εκροής καταθέσεων και αδυναμίας πρόσβασης στις αγορές. Σήμερα, οι τράπεζες τηρούν πλήρως τους εποπτικούς δείκτες ρευστότητας και διαθέτουν σταθερή και διαρκώς αυξανόμενη καταθετική βάση, με πλήρη πρόσβαση στις αγορές, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν επενδυτική βαθμίδα.
Τέλος, τα χρόνια της κρίσης οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν σωρευτικά σημαντικές ζημιές, προερχόμενες κυρίως από τον πιστωτικό κίνδυνο, το PSI και την αδυναμία ουσιαστικής επέκτασης των δραστηριοτήτων τους. Ως αποτέλεσμα, χρειάστηκαν αρκετοί γύροι ανακεφαλαιοποιήσεων των σημαντικών (αλλά και ορισμένων λιγότερο σημαντικών τραπεζών), προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα κατάρρευσής τους, ενώ αρκετά πιστωτικά ιδρύματα τέθηκαν σε καθεστώς εξυγίανσης. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν σημαντική κερδοφορία, τόσο λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού τους και των υψηλών επιτοκιακών περιθωρίων, όσο και λόγω της πιστωτικής επέκτασης και της υψηλής αποδοτικότητας κόστους, αφού οι ελληνικές τράπεζες έχουν έναν από τους χαμηλότερους δείκτες κόστους έναντι εσόδων στην ευρωζώνη. Η υψηλή κερδοφορία σε συνδυασμό με άλλες ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης, οδήγησαν τις ελληνικές τράπεζες να διαθέτουν μέσο Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας άνω των ελάχιστων ορίων.
Είναι εμφανές από τα παραπάνω, ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα πολύ πιο βελτιωμένα μεγέθη σε σχέση με το παρελθόν και έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα. Και αυτό είναι κάτι που αποκρυσταλλώνεται τόσο στην αξιολόγηση από τις αγορές όσο και στην εποπτική αξιολόγηση.
Όμως, οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παγκοσμίως έχουν αυξηθεί τον τελευταίο χρόνο και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις. Συγκεκριμένα:
Οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη στην παγκόσμια και ειδικά στην ευρωπαϊκή οικονομία παραμένουν αβέβαιες, εν μέσω των υψηλών γεωπολιτικών κινδύνων και της αύξησης των επιτοκίων που κατέστη αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο υψηλός πληθωρισμός. Κάποιοι αναλυτές μάλιστα κάνουν λόγο για ένα νέο τρίλημμα που αντιμετωπίζουν οι αρχές καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τον υψηλό πληθωρισμό μέσω της νομισματικής πολιτικής, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αλλά και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ο συνδυασμός αυτός (δηλαδή υψηλός πληθωρισμός και αυξημένα επιτόκια), ασκούν πίεση στα νοικοκυριά και σε ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως στους δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο δανείων και στους ‘ευάλωτους’ δανειολήπτες, όπως αυτούς που ήταν σε τροχιά ανάκαμψης από την πανδημία. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκλεισθεί η πιθανότητα χειροτέρευσης της ποιότητας του ενεργητικού τους το προσεχές χρονικό διάστημα. Αυτή η πρόκληση είναι ακόμα πιο σημαντική για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες -παρά τη σημαντική βελτίωση- βρίσκονται ακόμα μακριά από το μέσο όρο της ευρωζώνης σε σχέση με το δείκτη μη-εξυπηρετούμενων δανείων.
Η αύξηση των επιτοκίων έδωσε βραχυπρόθεσμα μία ισχυρή ώθηση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, μεσοπρόθεσμα όμως μπορεί να αυξήσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου, το λειτουργικό τους κόστος αλλά και το κόστος άντλησης ρευστότητας, ιδίως για τις τράπεζες που χρειάζεται να καλύψουν τους στόχους για τα ελάχιστα επίπεδα MREL, δηλαδή του δείκτη για τις ελάχιστες υποχρεώσεις που απαιτεί η ευρωπαϊκή αρχή εξυγίανσης.
Επιπλέον, σε περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων αναμένεται μείωση της ζήτησης για νέα δάνεια ή/και αποπληρωμή των υφιστάμενων δανείων, ιδίως από επιχειρήσεις με υπερβάλλουσα ρευστότητα. Για τις ελληνικές τράπεζες, η υγιής πιστωτική επέκταση είναι απαραίτητο συστατικό για την επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας προκειμένου να ενισχυθούν τα κεφάλαιά τους αλλά και να μειωθεί σταδιακά το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης επί των ιδίων κεφαλαίων τους.
Η άνοδος των επιτοκίων και η μεταβλητότητα στις αγορές εγκυμονούν κινδύνους και στο χρηματοοικονομικό τομέα εκτός τραπεζικού συστήματος (non-bank financial institutions) που δύναται να επηρεάσουν τις τράπεζες δευτερογενώς.
Η αγορά ακινήτων (ιδίως των επαγγελματικών ακινήτων ή αλλιώς commercial real estate) βρίσκεται σε τροχιά διόρθωσης και ενδέχεται να εκθέσει ορισμένες τράπεζες σε ζημιές.
Επίσης, νέοι κίνδυνοι παρουσιάζονται, όπως αυτοί που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή ή τις κυβερνοεπιθέσεις (cyber attacks).
Τέλος, οι αγορές παραμένουν ευάλωτες σε αρνητικές ειδήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πρόσφατη αναταραχή στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και της Ελβετίας που είχε σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στις αγορές.
- Ειδικά για την περίπτωση των αμερικανικών τραπεζών που κατέρρευσαν και τη διάσωση της Credit Suisse (CS) από την UBS, θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι μεν γεγονότα που προβλημάτισαν σοβαρά τις αρμόδιες αρχές, αλλά φαίνεται να αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, όπου η αύξηση των επιτοκίων αποκάλυψε σοβαρές αδυναμίες στο επιχειρηματικό τους μοντέλο και στη διαχείριση των κινδύνων, μαζί με σημαντικά κενά στην εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου.
- Η αναταραχή αυτή έδειξε επίσης πόσο σημαντική είναι η διατήρηση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, ιδίως στην ψηφιακή εποχή που ζούμε σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες που προσφέρει η ψηφιακή τραπεζική. Ανέδειξε επίσης τη σημασία των συνετών πρακτικών διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου εντός των πιστωτικών ιδρυμάτων και της ισχυρής εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι οι ευρωπαϊκές και οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν τις αδυναμίες που εντοπίζονται στις ΗΠΑ, καθώς οι περισσότερες από τις καταθέσεις τους είναι ασφαλισμένες, έχουν διαφορετική δομή ενεργητικού με περισσότερα δάνεια στον ισολογισμό τους, διαθέτουν άφθονα ρευστά περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας, έχουν ισχυρά συστήματα εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων, και, όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, βρίσκονται υπό τον εποπτεία της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος. Η δημιουργία του SSM, του ενιαίου ευρωπαϊκού εποπτικού μηχανισμού, απεδείχθη πολύ ορθή επιλογή, αφού, μεταξύ άλλων, εξάλειψε τις εθνικές μεροληψίες στην εποπτική διαδικασία.
Παρά τις σοβαρές αυτές προκλήσεις (οι οποίες όπως προανέφερα, αφορούν όλες τις τράπεζες στην ευρωζώνη) και το αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημαντικές ευκαιρίες για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και την περαιτέρω ενίσχυση των θεμελιωδών μεγεθών τους. Συγκεκριμένα:
Το προσεχές χρονικό διάστημα, η Ελλάδα αναμένεται να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Αυτό θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις για το σύνολο της οικονομίας, καθώς θα ενισχύσει, μέσω των επενδύσεων, την οικονομική ανάπτυξη και θα διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές με χαμηλότερο (του υφιστάμενου) κόστος άντλησης κεφαλαίων. Δεδομένου ότι οι τράπεζες έχουν σχέδια για σημαντικού ύψους εκδόσεις ομολόγων και κεφαλαιακών μέσων, είναι κατανοητό ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις.
Η οικονομία θα ευνοηθεί τα επόμενα έτη από την υλοποίηση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που ήδη εξήγγειλε η κυβέρνηση καθώς και από την αξιοποίηση των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Γίνεται αντιληπτό ότι οι ευκαιρίες που δημιουργούνται για τις ελληνικές τράπεζες για τη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου δανείων τους είναι σημαντικές, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενίσχυση της κερδοφορίας και της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Υπό το πρίσμα των θετικών προοπτικών για την ελληνική οικονομία και της σημαντικής βελτίωσης που έχει επιτευχθεί τα τελευταία έτη αναφορικά με την εξυγίανση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών, μπορούμε πλέον να πούμε με βεβαιότητα ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όπως άλλωστε και η ελληνική οικονομία, έπαψαν να είναι τα ‘μαύρα πρόβατα’ της ευρωζώνης και πλέον μπορούν να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Με έντονο ενδιαφέρον αναμένονται στα τέλη του μήνα τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) που θα αξιολογήσουν την ανθεκτικότητα των ελληνικών και ευρωπαϊκών τραπεζών σε ένα δυσμενές σενάριο.
Τέλος, θεωρώ ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα (συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών τραπεζών) θα ωφεληθεί σημαντικά από την ενδεχόμενη πρόοδο στις συζητήσεις που γίνονται αυτή τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την εισαγωγή ενός αποτελεσματικού Πλαισίου Διαχείρισης Κρίσεων.
Ως προς αυτό να αναφέρω ότι τον Απρίλιο του 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τις προτάσεις της για την αναθεώρηση του πλαισίου για τη διαχείριση κρίσεων και την ασφάλιση των καταθέσεων.
Τα κύρια σημεία της αναθεώρησης περιλαμβάνουν: α) τη δυνατότητα επέκτασης της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σε μικρά και μεσαίου μεγέθους πιστωτικά ιδρύματα, β) την ενίσχυση του ρόλου των εθνικών Ταμείων Εγγύησης Καταθέσεων με τη δυνατότητα συμμετοχής τους στη χρηματοδότηση μέτρων πρόληψης κρίσεων, εξυγίανσης ή εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων, γ) άλλες τροποποιήσεις, όπως π.χ. βελτιώσεις των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και του πλαισίου συνεργασίας μεταξύ των αρχών εποπτείας και εξυγίανσης.
Οι προτάσεις που έχουν υποβληθεί είναι προς τη σωστή κατεύθυνση για τη διασφάλιση της ομαλής διαχείρισης κρίσεων στον τραπεζικό τομέα και την προστασία των καταθετών. Επισημαίνεται όμως η ανάγκη για πρόσθετες αλλαγές που θα αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του πλαισίου σε περίπτωση συστημικής κρίσης, καθώς το υφιστάμενο πλαίσιο είναι σχεδιασμένο για την αντιμετώπιση περιορισμένων κρίσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή κρίνεται πρωτίστως απαραίτητη η υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού ταμείου ασφάλισης καταθέσεων σε επίπεδο τραπεζικής ένωσης για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των καταθετών, ιδίως σε περίπτωση διασυνοριακών διαταραχών και συστημικής κρίσης.
Ο έτερος σημαντικός κλάδος που βρίσκεται υπό την εποπτική ευθύνη της Τράπεζας της Ελλάδος είναι αυτός των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Έχουν περάσει περισσότερα από επτά χρόνια αφότου τέθηκε σε εφαρμογή το ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο “Φερεγγυότητα II” το 2016. Οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν με γνώμονα αυτό το πλαίσιο, αντιμετώπισαν αποτελεσματικά όλες τις προκλήσεις των προηγούμενων ετών, διατηρώντας παράλληλα την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε υψηλά επίπεδα. Οι επιπτώσεις της πρόσφατης πανδημίας, η ενεργειακή κρίση που οξύνθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και η γενικευμένη έξαρση του πληθωρισμού είναι μερικά παραδείγματα αυτών των προκλήσεων.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει υποστεί εκτεταμένο μετασχηματισμό τα τελευταία χρόνια, λόγω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Σήμερα ο τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά πρόσθετων προκλήσεων. Ειδικότερα:
Η Ελλάδα είναι μια χώρα εκτεθειμένη σε κινδύνους φυσικών καταστροφών (κυρίως τον κίνδυνο σεισμού), ως προς τους οποίους η ασφαλιστική διείσδυση είναι δυσανάλογα χαμηλή, γεγονός που συνεπάγεται ένα κενό ασφαλιστικής προστασίας των Ελλήνων πολιτών. Κενά προστασίας από την ιδιωτική ασφάλιση υπάρχουν βεβαίως και σε σχέση με άλλους κινδύνους, όπως αναφορικά με τις συντάξεις, την ασφάλιση υγείας, τη γενική αστική ευθύνη κ.λπ. Αλλά στο συγκεκριμένο θέμα των κινδύνων φυσικών καταστροφών, ο ελληνικός ασφαλιστικός τομέας διαθέτει τις δεξιότητες, τις γνώσεις και την ικανότητα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κάλυψη του κενού.
Δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις χρειάζεται να μειώσουν την έκθεσή τους σε ασφαλιστικά προϊόντα με μακροπρόθεσμες εγγυήσεις, λόγω των χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων που επικρατούσαν την τελευταία δεκαετία έχει αυξηθεί ο αριθμός των ασφαλιστικών προϊόντων που συνδέονται με επενδύσεις (προϊόντα unit-linked). Μία από τις προτεραιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος είναι να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή μεταχείριση των ασφαλισμένων και τη διάθεση σε αυτούς προϊόντων που προσφέρουν ικανοποιητική σχέση ποιότητας/τιμής. Στο πλαίσιο αυτό, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αξιολογούν διαρκώς τις επιχειρηματικές τους πρακτικές που αφορούν τη διαδικασία σχεδιασμού και ανάπτυξης ασφαλιστικών προϊόντων, την τιμολόγηση, τη διαφήμιση και τη διανομή τους και, τέλος, τη διαχείριση πιθανών ασφαλιστικών απαιτήσεων.
Η κλιματική αλλαγή είναι μια σοβαρή πρόκληση. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τονίσει επανειλημμένως τη σημασία της συμβολής της ιδιωτικής ασφάλισης στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αφού ο ρόλος της είναι διττός. Αφενός οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις απορροφούν ζημίες που διαφορετικά θα βάρυναν τους ιδιώτες, τις επιχειρήσεις ή το κράτος. Αφετέρου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ως θεσμικοί επενδυτές, μπορούν να επιλέξουν επενδύσεις που προστατεύουν το περιβάλλον και προάγουν την πράσινη και βιώσιμη οικονομία (αρχές ESG).
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει επίσης να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της νέας ψηφιακής εποχής. Πρώτον, αξιοποιώντας τις τεχνολογικές καινοτομίες προκειμένου να βελτιώσουν τις λειτουργίες τους, καθώς και τις υπηρεσίες που παρέχουν στους ασφαλισμένους. Και δεύτερον, παρέχοντας ασφάλιση κατά κυβερνοεπιθέσεων (cyber insurance) σε ιδιώτες, αλλά κυρίως σε ελληνικές επιχειρήσεις.
Κλείνοντας τη σημερινή μου τοποθέτηση, θα ήθελα να συμπεράνω ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι σαφώς πιο υγιές και φερέγγυο σε σχέση με το παρελθόν και είναι σε θέση να απορροφήσει κλυδωνισμούς από την ενδεχόμενη υλοποίηση ενός δυσμενούς σεναρίου για την ελληνική οικονομία, π.χ. έναν σοβαρό κλυδωνισμό από το εξωτερικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει εφησυχασμό, καθώς οι προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν υψηλές και χρειάζεται εγρήγορση τόσο από τη μεριά των διοικήσεων, κυρίως των τραπεζών αλλά και των επιχειρήσεων του ιδιωτικού ασφαλιστικού τομέα, όσο και από τη μεριά των εποπτικών αρχών. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω, ότι μετά από μια δύσκολη περίοδο, είναι πλέον δικαιολογημένο το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία.
Σας ευχαριστώ και εύχομαι καλή επιτυχία για τη σημερινή ημερίδα
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!