Την ώρα που ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, προειδοποιεί ότι η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών και η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ο κεντρικός τραπεζίτης της Ολλανδίας Κλάας Κνοτ ξεκαθαρίζει ότι μια πιθανή μείωση των επιτοκίων προς το τέλος του έτους είναι ένα σενάριο «σχεδόν αδύνατο».
Και φυσικά αυξάνονται οι ανησυχίες για περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης λόγω της αύξησης του κόστους της τραπεζικής χρηματοδότησης εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων και επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Σε έναν βαθμό, η ζήτηση για νέα δάνεια θα διατηρηθεί μέχρι το 2026, λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αλλά και του ΕΣΠΑ.
►Διαβάστε επίσης: Κνοτ (ΕΚΤ): Τα επιτόκια θα παραμείνουν ψηλά ακόμη κι αν πιάσουμε τον στόχο του πληθωρισμού
Όπως υπογραμμίζεται στην Εκθεση του διοικητή της ΤτΕ για το 2022, στο μέλλον οι εγχώριες επιχειρήσεις αναμένεται να επωφεληθούν:
- από την προσφορά νέων δανείων στο πλαίσιο του RRF καθώς αναμένεται να εισρεύσουν, επιπροσθέτως προς τα 5,3 δισ. ευρώ που έχουν ήδη ληφθεί, πόροι ύψους 7,4 δισ. ευρώ με σκοπό τη συγχρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων
- από τη δημιουργία προγραμμάτων με την αξιοποίηση πόρων του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΕΣΠΑ) 2021-2027.
Αναφορικά με το 2022 είχαν υπογραφεί δανειακές συμβάσεις ύψους 2,5 δισ. ευρώ. Το ελάχιστο επιτόκιο των δανείων του ΤΑΑ, που ανερχόταν σε 0,35%, από 24 Οκτωβρίου παραμένει 0,35% στα δάνεια προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις διαμορφώθηκε έκτοτε σε 1%. Συνολικά, το 2022 και τους δύο πρώτους μήνες του 2023 εκταμιεύθηκαν προς τις εγχώριες επιχειρήσεις τραπεζικά δάνεια ύψους 0,6 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με τις εκταμιεύσεις να λαμβάνουν χώρα κυρίως από το δ΄ τρίμηνο του 2022 και μετά.
«Κόκκινα» δάνεια
Σε κάθε περίπτωση η δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων αποτελεί πολύ σημαντικό κίνδυνο για τις τράπεζες, την οικονομία και συνολικά την ελληνική κοινωνία. Μπορεί στην παρούσα φάση τα δανειακά χαρτοφυλάκια να επιδεικνύουν «αντοχές» και να μην υπάρχουν αξιοσημείωτες αρρυθμίες, ωστόσο οι πρωτοβουλίες των τραπεζών για τα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου (επιδότησης του 50% της αύξησης των μηνιαίων δόσεων για περισσότερους ευάλωτους και «σταθεροποίηση» του επιτοκίου για όλους τους υπόλοιπους) επιβεβαιώνει τις ανησυχίες για τη συνέχεια...
Πάντως, το 2022, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε. Ο λόγος Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων προς το σύνολο των δανείων για το σύνολο του τραπεζικού τομέα αποκλιμακώθηκε περαιτέρω (Δεκ. 2022 στο 8,7% έναντι 12,8% τον Δεκ. 2021) αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο λόγο σε επίπεδο ευρωζώνης (2,3% έναντι 2,6% πέρσι), ενώ όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη πετύχει τον επιχειρησιακό τους στόχο για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων για τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες ήταν 6,4% το Δεκέμβριο του 2022. Σχετικά με τη διάρθρωση των ΜΕΔ, το 65% περίπου αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 24% περίπου στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά.
►Διαβάστε επίσης: Στεγαστικά δάνεια: Η φόρμουλα για το πλαφόν στα επιτόκια - Πριν το Πάσχα οι ανακοινώσεις
To ποσοστό των εξυπηρετούμενων δανείων που παρουσιάζουν σημαντικό αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο σε σύγκριση με την αρχική αναγνώριση (stage 2 loans) ως προ το σύνολο των δανείων μειώθηκε τον Δεκέμβριο του 2022 σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2021 (10,7% και 12,6% αντίστοιχα). Τον Δεκέμβριο του 2022 περίπου το 36% του συνόλου των ΜΕΔ συνδεόταν με ρυθμίσεις, ενώ επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που τίθενται σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει πάλι καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Σημειώνεται ότι το σύνολο των δανείων στα οποία έχουν εφαρμοστεί ρυθμίσεις (δηλ. συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξυπηρετούνται κανονικά) ανέρχεται σε 11,4 δισεκ. ευρώ.
Τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια ανήλθαν σε 13,2 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 5,2 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2021 και κατά περίπου 95,5 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.
Τα μεγέθη αφορούν εντός ισολογισμού δάνεια (προ προβλέψεων) και πιστωτικές διευκολύνσεις (advances) των ελληνικών εμπορικών και συνεταιριστικών τραπεζών (σε ατομική βάση), σύμφωνα με στοιχεία που συγκεντρώνονται για εποπτικούς σκοπούς παρακολούθησης των ΜΕΔ.
Μείωση του δείκτη ΜΕΔ παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες χαρτοφυλακίων, με τη μεγαλύτερη μείωση να καταγράφεται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!