Με τον καθορισμό του πλαφόν στα 60 δολάρια το βαρέλι για το ρωσικό πετρέλαιο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έχουν ως βασικό στόχο να συνεχισθεί η ροή του ρωσικού αργού στις αγορές, ώστε να μην υπάρξει μία νέα αναταραχή που θα οδηγούσε σε νέα αύξηση των τιμών λόγω μειωμένης παγκόσμιας προσφοράς αργού.
Οι εκπρόσωποι των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως και η G7 και η Αυστραλία, συμφώνησαν χθες στο πλαφόν των 60 δολαρίων με στόχο τον περιορισμό των εσόδων της Ρωσίας από τις πωλήσεις του πετρελαίου της.
Το πλαφόν αυτό είναι, με τα σημερινά δεδομένα, υψηλότερο από την τιμή των 50 δολαρίων που πουλά η Μόσχα το Urals – το πιο ποιοτικό αργό της - σύμφωνα με στοιχεία της Argus Media.
Ξεκάθαρο μήνυμα από τη G7
«Το βασικό σημείο κατά την άποψή μας είναι το μήνυμα ότι η G7 επιδιώκει να κρατήσει το ρωσικό πετρέλαιο στην αγορά», δήλωσε αναλυτής της Natixis. «Η αγορά έχει προσχωρήσει στην άποψη ότι οι ρωσικές εξαγωγές αργού θα είναι πιο ανθεκτικές από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως και θα μείνουν σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστες από το ανώτατο όριο τιμών», πρόσθεσε.
Η Ρωσία είχε απειλήσει να σταματήσει τις πωλήσεις σε όποια χώρα θα προσυπέγραφε το πλαφόν. Ωστόσο, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, δήλωσε την Πέμπτη ότι το πλαφόν δεν έχει σημασία, μία ισχυρή ένδειξη στιγμής για πιθανή άμβλυνση της ρωσικής θέσης. Με ένα υψηλό πλαφόν. οι αγοραστές και οι πωλητές θα μπορούσαν εύκολα να συνεχίσουν τις συναλλαγές τους, όπως και στο παρελθόν.
Το πλαφόν αφορά τρίτες χώρες
Αυτές οι συναλλαγές αφορούν κατά βάση τρίτες χώρες καθώς εισαγωγές ρωσικού αργού δεν θα γίνονται στην ΕΕ από τη Δευτέρα λόγω του εμπάργκο που είχε αποφασισθεί από το καλοκαίρι, ενώ από τον Φεβρουάριο θα ισχύσει εμπάργκο και για τα προϊόντα πετρελαίου (βενζίνη, ντίζελ κ.α.). Εξ άλλου, οι ΗΠΑ και η Βρετανία, οι οποίες είχαν πολύ μικρότερες εισαγωγές ρωσικού αργού, επέβαλαν εμπάργκο ήδη από το πρώτο διάστημα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Ωστόσο, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και την ΕΕ είναι πολύ σημαντικό να μη διαταραχθούν οι ισορροπίες προσφοράς και ζήτησης στην παγκόσμια αγορά λόγω του εμπάργκο καθώς, παρά την πρόσφατη μείωση, οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν πολύ υψηλές.
«Δεν μας ενδιαφέρει ποιο θα είναι το πλαφόν. Θα διαπραγματευτούμε απευθείας με τους εταίρους μας», δήλωσε ο Λαβρόφ.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και μία σημερινή ανάρτηση στο Telegram της ρωσικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, σημειώνοντας μεν ότι το πλαφόν είναι επικίνδυνο, αλλά τονίζοντας ότι δεν θα διαταραχθεί η ζήτηση για το ρωσικό πετρέλαιο.
Περιθώρια παράκαμψης του πλαφόν
Η Ρωσία θα έχει επίσης τη δυνατότητα να πουλά, σε κάποιο βαθμό, το πετρέλαιό της ακόμη και σε τιμές υψηλότερες του πλαφόν, με πλοία δικά της ή χωρών που δεν έχουν προσυπογράψει το πλαφόν, σύμφωνα με δημοσίευμα του WSJ. Όπως αναφέρει, πολλές ναυτιλιακές εταιρείες έχουν αγοράσει δεκάδες μεταχειρισμένα τάνκερ φέτος, πληρώνοντας πολύ υψηλές τιμές για πλοία που μπορούν να περάσουν μέσα από τις παγωμένες τον χειμώνα θάλασσες στα ρωσικά λιμάνια της Βαλτικής.
Το πλαφόν αφορά άμεσα άλλες χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία. Αυτές οι χώρες δεν έχουν προσυπογράψει το πλαφόν, αλλά οι ΗΠΑ ελπίζουν ότι θα το χρησιμοποιήσουν ως διαπραγματευτικό χαρτί για να επιτύχουν χαμηλότερες τιμές. Ούτως ή άλλως, το ρωσικό πετρέλαιο πωλείται σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση με το μπρεντ μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αν δεν αγοράσουν σε τιμή κάτω από το πλαφόν, δεν θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ευρωπαϊκή ασφάλιση και αποστολή.
«Το ανώτατο όριο τιμών θα ενθαρρύνει τη ροή του ρωσικού πετρελαίου με έκπτωση στις παγκόσμιες αγορές και έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει στην προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων από τις παγκόσμιες διαταραχές του εφοδιασμού», δήλωσε η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν σε δήλωσή της την Παρασκευή, αφού η G-7 ανακοίνωσε την έγκρισή της για το επίπεδο των 60 δολαρίων. Πρόσθεσε ότι ακόμη και αν οι χώρες δεν συμμετέχουν στο πλαφόν, «θα τους επιτραπεί να διαπραγματευτούν μεγαλύτερες εκπτώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο και να επωφεληθούν από τη μεγαλύτερη σταθερότητα στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας».
Με πληροφορίες από Bloomberg και WSJ
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!