Η ακρίβεια αποτελεί αυτή την στιγμή το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της Ευρώπης και ως εκ τούτου και της Ελλάδος. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να φρενάρουν αν μη τι άλλο την τρελή κούρσα του πληθωρισμού.
Ωστόσο η αύξηση των επιτοκίων από μόνη της δημιουργεί εν μέρει πληθωριστικές πιέσεις, αφού αυξάνει τα χρηματοοικονομικά κόστη των επιχειρήσεων, ένα μέρος των οποίων μεταφέρεται στον τελικό καταναλωτή, αλλά ταυτόχρονα ασκεί και πιέσεις στην πορεία ανάκαμψης των οικονομιών.
Μέσα από το αυτό το κοκτέιλ επιχειρείται να φρενάρει ο πληθωρισμός, αφού εξ ορισμού οι πιέσεις στην οικονομία επιφέρουν μείωση της ζήτησης και ως εκ τούτου μείωση των τιμών. Βέβαια αυτό συμβαίνει σε συνθήκες όπου τα όποια φαινόμενα έχουν άμεση σχέση με την λειτουργία της οικονομίας.
Εν προκειμένου ένα μέρος, οι δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα, ναι μεν προέρχονται από την λειτουργία της αγοράς, από την άλλη οι αυξήσεις στο κομμάτι της ενέργειας προέρχεται από γεωπολιτικούς παράγοντες οι οποίοι δεν εκτιμάται ότι θα πάψουν σύντομα να ισχύουν.
Μάλιστα εκτός από τις πληθωριστικές πιέσεις υπάρχει και ένας άλλος φόβος και μάλιστα σημαντικός και αυτός έχει να κάνει με την εκτίμηση ότι η ενεργειακή κρίση μπορεί να φέρει και έναν μεγάλο αριθμό από λουκέτα.
Γ. Στουρνάρας: Ερχονται νέες αυξήσεις σε ρεύμα και αέριο
Για νέα πίεση στο ενεργειακό μέτωπο μίλησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος και τόνισε ότι σύμφωνα με τα οικονομετρικά υποδείγματα και τις εκτιμήσεις μας, μεταξύ 2022 και 2023 οι τιμές του φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθούν κατά 40%.
«Το ίδιο ισχύει και για τις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω της τιμολόγησης με βάση το οριακό κόστος και παρότι οι τιμές άλλων εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η υδροηλεκτρική ενέργεια, αναμένεται να περιοριστούν κατά 20% περίπου», σημείωσε μεταξύ των άλλων ο Γ. Στουρνάρας.
Αναφερόμενος στις εκτιμήσεις του για την πορεία του πληθωρισμού, τόνισε ότι ο παράγοντας, αυτός διατηρεί το μέσο αναμενόμενο πληθωρισμό σε υψηλό επίπεδο, στο 5,5% το 2023, έναντι 8,1% φέτος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο των μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ.
Η αύξηση των επιτοκίων και στάση που θα κρατήσουν οι εμπορικές τράπεζες, είναι ένα κομβικό σημείο για την επόμενη ημέρα. Όπως αναφέρουν παράγοντες των τραπεζών, δεδομένης και μίας πιθανής νέας αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, «η νέα αύξηση των επιτοκίων έρχεται σε μία περίοδο, όπου το διαθέσιμο εισόδημα των Ευρωπαίων δέχεται πιέσεις, με τις ανατιμήσεις να έχουν διαχυθεί σε πολλά είδη διατροφής και υπηρεσίες. Μία αύξηση της δόσης θα έρθει απλώς να επιδεινώσει το πρόβλημα, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για το σύνολο της οικονομίας».
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!