Ανάχωμα στην ακρίβεια και τον υψηλό πληθωρισμό αποτελούν στην παρούσα φάση οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων και οι επιδόσεις στον τουρισμό που έχουν «πιάσει» το 90% της εισερχόμενης κίνησης του 2019, αλλά υπό συνθήκες υψηλού πληθωρισμού που ασκεί πιέσεις στην κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Αυτό που επισημαίνουν στελέχη των τραπεζών και των επιχειρήσεων είναι ότι τα μηνύματα είναι ενθαρρυντικά, «αν δεν είχε δουλέψει ο τουρισμός φέτος θα ήταν καταστροφικό για την οικονομία», ωστόσο οι συνθήκες και κυρίως η αβεβαιότητα δεν επιτρέπουν πανηγυρισμούς και πολύ περισσότερο εφησυχασμό, τη στιγμή που ο πληθωρισμός «τρέχει» με 12%.
Σε πρόσφατη συνέντευξη του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμισε ότι «το γεγονός ότι έχουμε μια ενεργειακή κρίση είναι πάρα πολύ ανησυχητικό. Νομίζω το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό. Ας το ξεπεράσουμε αυτό και τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε»
Σε ότι αφορά τις καταθέσεις, με τη διάρκεια την κρίσης να αποτελεί τον μεγάλο άγνωστο «Χ» κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει πόσο θα «κρατήσει» αυτό το ανάχωμα. Από την άλλη πλευρά, αυτή η αύξηση των καταθέσεων δεν είναι οφείλεται στη ραγδαία βελτίωση των εισοδημάτων που επιτρέπει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να… βάζουν και κάτι στην άκρη αλλά κατά κύριο λόγο στην αυτοσυγκράτηση σε ό,τι αφορά τις δαπάνες ώστε να δημιουργήσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις «μαξιλάρι» ασφαλείας ενόψει του δύσκολου χειμώνα, με την αγωνία να αφορά το κόστος της θέρμανσης, των ειδών πρώτη ανάγκης – κυρίως των τροφίμων – και το πόσο «φουσκωμένοι» θα είναι οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος.
Όπως άλλωστε σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδας στην έκθεση Νομισματικής Πολιτικής (Ιούνιος 2022), η αύξηση του αποθέματος των τραπεζικών καταθέσεων την οποία προκάλεσαν διάφοροι οικονομικοί μηχανισμοί συνυφασμένοι με την πανδημία (πχ. Επιστρεπτέα προκαταβολή) άρχισε να αντιστρέφεται το 2022.
Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις η αύξηση των καταθέσεων είναι «τεχνική». Για παράδειγμα, δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, δεν έχουν προλάβει να εκταμιευθούν και καταγράφονται ως καταθέσεις κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, με βάσει τα αποτελέσματα του α’ εξαμήνου του 2022 των τραπεζών, το ύψος των καταθέσεων ανέρχεται σε 189 δισ. ευρώ, με το 72% να αφορά ιδιώτες και το 28% επιχειρήσεις.
Πιο αναλυτικά:
Οι καταθέσεις της Τράπεζας Πειραιώς, στο τέλος Ιουνίου διαμορφώθηκαν, σε 55,8 δισ. ευρώ (+600 εκατ. σε σχέση με το τέλος του 2021) και σε επίπεδο ομίλου στα 56,1 δισ. ευρώ αυξημένες κατά 2% σε τριμηνιαία βάση.
Στην Εθνική τράπεζα, οι καταθέσεις ενισχύθηκαν κατά 1,3 δισ. ευρώ και έφτασαν τα 52,6 δισ. ευρώ και σε επίπεδο ομίλου τα 54,3 δισ. ευρώ (+2% σε τριμηνιαία βάση).
Στο β’ τρίμηνο του 2022, οι καταθέσεις της Alpha Bank έφτασαν τα 48,5 δισ. ευρώ σε επίπεδο καταγράφοντας αύξηση 1,6 δισ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση. Τα 43,1 δισ. ευρώ αφορούν εγχώριες καταθέσεις.
Ενισχυμένες κατά 800 εκατ. ευρώ και οι καταθέσεις της Eurobank που στο πρώτο εξάμηνο ανήλθαν σε 54 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 37,4 δισ. ευρώ στην Ελλάδα (+1,9 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση).
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το μεγαλύτερο μερίδιο στις καταθέσεις των φυσικών προσώπων (νοικοκυριά, ελεύθεροι επαγγελματίες, ατομικές επιχειρήσεις) στο τραπεζικό σύστημα έχει η κατηγορία υπολοίπου 5.000-50.000 ευρώ, η οποία αντιπροσωπεύει από το 2015 σχεδόν σταθερό ποσοστό –κυμαίνεται γύρω στο 41%-42%. Η δεύτερη σε σημασία κατηγορία αφορά τους λογαριασμούς ύψους 100.000-500.000 ευρώ, με ποσοστό που κυμαίνεται γύρω στο 23-24%, και ακολουθεί η κατηγορία 50.000-100.000 ευρώ με 19%-20%. H χαμηλότερη κατηγορία λογαριασμών, κάτω των 5.000 ευρώ, αντιπροσωπεύει το 9-10% του συνόλου των καταθέσεων των φυσικών προσώπων, ενώ οι κατηγορίες άνω των 500.000 ευρώ αντιπροσωπεύουν γύρω στο 6% του συνόλου.
Τουρισμός: Με το βλέμμα στο 2023
Μπορεί, ο τουρισμός να κινείται με πολύ υψηλές ταχύτητες, ωστόσο η εμπειρική εικόνα δείχνει ότι ακόμα και σε προορισμούς που η πληρότητα στα καταλύματα φτάνει το 100%, η κίνηση στα μαγαζιά – από το λιανεμπόριο μέχρι τα εστιατόρια και τα μπαρ – είναι …συγκρατημένη. Η αβεβαιότητα, όπως αναφέρουν στελέχη της τουριστικής αγοράς, δημιουργεί αυξημένη ανασφάλεια όχι μόνο στα χαμηλά εισοδήματα αλλά και στα μεσαία. Και το «κράτημα» αυτό δεν αφορά μόνο τους Έλληνες, αλλά και τους ξένους επισκέπτες, όπως για παράδειγμα τους Γερμανούς, που ενδεχομένως να βρεθούν με πρωτόγνωρες καταστάσεις, λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Αν και είναι νωρίς για προβλέψεις, στελέχη του τουριστικής αγοράς, πίσω από κλειστές πόρτες εκφράζουν την ανησυχία τους για το πόσο θα επηρεάσει ενδεχόμενη ύφεση της Γερμανίας, την TUI, τον μεγαλύτερο διακινητή πελατών για τον ελληνικό τουρισμό: τόσο σε επίπεδο ροής πληρωμών προς τα ελληνικά ξενοδοχεία, όσο και επίπεδο κρατήσεων.
Το πώς θα εξελιχθεί το τελευταίο τρίμηνο και κυρίως πως θα διαμορφωθεί το τοπίο την επόμενη χρονιά – το καλοκαίρι το 2023 για τον κλάδο δεν είναι τόσο μακριά όσο πιστεύουμε- είναι το βασικό ζητούμενο και υπό εξέταση μπαίνουν τέσσερις βασικοί παράμετροι:
- Πρώτον, πως θα διαμορφωθεί η αγοραστική δύναμη των ταξιδιωτών από τις βασικές αγορές του ελληνικού τουρισμού, δηλαδή Γερμανία, Βρετανία, Ιταλία, Γαλλία καθώς αν διατηρηθεί ο υψηλός πληθωρισμός η διάθεση για ταξίδια θα περάσει σε δεύτερη μοίρα.
- Δεύτερον, πως θα διαμορφωθεί η εικόνα στις αερομεταφορές καθώς τη φετινή χρονιά αεροπορικές εταιρείες και μεγάλα αεροδρόμια κλήθηκαν «να πληρώσουν τον λογαριασμό» της πανδημίας, όταν περιέκοψαν χιλιάδες θέσεις εργασίας χωρίς να καταφέρουν (λόγω και κακών υπολογισμών) να τις αποκαταστήσουν φέτος.
- Τρίτον, ποιο θα είναι το αποτύπωμα της φετινής χρονιάς στην εικόνα του ελληνικού τουρισμού σε σχέση και με τον ανταγωνισμό.
- Και τέλος, ζητούμενο όχι μόνο για τον τουρισμό, αλλά για το σύνολο της οικονομίας διεθνώς είναι η πορεία της πανδημίας.