Η μείωση των εμποδίων στο εμπόριο, η δημιουργία μίας παγκόσμιας ψηφιακής πλατφόρμας για την πραγματοποίηση πληρωμών με ελάχιστο κόστος, η εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η αντιμετώπιση του προβλήματος υπερχρέωσης των φτωχών χωρών είναι οι τέσσερις προτεραιότητες που θέτει το ΔΝΤ για την αντιμετώπιση της πολύ δύσκολης καμπής που διέρχεται η παγκόσμια οικονομία.
Σε κοινό άρθρο της γενικής διευθύντριας, της πρώτης αναπληρώτριας γενικής διευθύντριας και της διευθύντριας στρατηγικής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, Γκίτα Γκόπινατ και Τσέιλα Παζαρμπασίογλου, σημειώνεται ότι «η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει ίσως τη μεγαλύτερη δοκιμασία της από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μία νέα κρίση που έρχεται μετά την κρίση του κορονοϊού να πλήξει το βιοτικό επίπεδο του κόσμου, να περιορίσει την ανάπτυξη και να αυξήσει τον πληθωρισμό.
«Οι υψηλές τιμές τροφίμων και ενέργειας επιβαρύνουν πολύ τα νοικοκυριά σε όλο τον κόσμο. Η σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών ασκεί περαιτέρω πίεση στις υπερχρεωμένες χώρες, εταιρείες και οικογένειες». Αν ληφθεί υπόψη και η πολύ αυξημένη μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και η συνεχής απειλή της κλιματικής αλλαγής, «είμαστε αντιμέτωποι με μία πιθανή συρροή δεινών», σημειώνεται στο άρθρο.
«Ωστόσο, η δυνατότητά μας να αντιδράσουμε εμποδίζεται από μία άλλη συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία – του ιδιαίτερα αυξημένου κινδύνου γεωοικονομικού κατακερματισμού», αναφέρουν οι επικεφαλής του Ταμείου.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ενίσχυσε τον κατακερματισμό
Η τάση της από -παγκοσμιοποίησης εντάθηκε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, με τα στοιχεία του ΔΝΤ να δείχνουν ότι περίπου 30 χώρες προχώρησαν σε περιορισμούς στο εμπόριο τροφίμων, ενέργειας και άλλων εμπορευμάτων.
Η Γκεοργκίεβα και οι συνάδελφοί της προειδοποιούν ότι το κόστος ενός περαιτέρω κατακερματισμού θα ήταν τρομερό για όλες τις χώρες και τα νοικοκυριά σε κάθε εισοδηματικό επίπεδο θα πλήττονταν.
Αναφορικά με τη μείωση των εμποδίων στο εμπόριο, αναφέρουν ότι με τον τρόπο αυτό θα αμβλυνθούν οι ελλείψεις και θα μειωθούν οι τιμές των τροφίμων και άλλων προϊόντων.
Σημειώνουν ότι τα συστήματα πληρωμών δεν είναι σήμερα αποδοτικά, αναφέροντας ότι το μέσο κόστος για διεθνή εμβάσματα είναι 6,3%, κάτι που σημαίνει ότι περίπου 43 δισ. δολάρια κάθε χρόνο χάνονται από νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα.
Για τον λόγο αυτό προτείνουν την ανάπτυξη μίας παγκόσμιας ψηφιακής πλατφόρμας ώστε όλοι να μπορούν να στέλνουν χρήματα με ελάχιστο κόστος και μέγιστη ταχύτητα και ασφάλεια.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!