Σε ένα ρευστό σκηνικό με μεγάλες αβεβαιότητες και ουδεμία ορατότητα για λήξη των εχθροπραξιών κινείται το οικονομικό επιτελείο έναν μήνα μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην πίεση για στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, λόγω των μεγάλων ανατιμήσεων σε προϊόντα και υπηρεσίες, και την ανάγκη για δημοσιονομική σταθερότητα ώστε να μη βρεθεί η χώρα απέναντι σε δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις.
Με τα περιθώρια του προϋπολογισμού να έχουν εξαντληθεί αυτή τη στιγμή για νέα μέτρα, εάν και εφόσον χρειαστούν, και τον πληθωρισμό να αποτελεί μεγάλη πηγή ανησυχίας, καθώς ροκανίζει μισθούς και καταθέσεις, ενώ δυναμιτίζει την ανάπτυξη, στο υπουργείο Οικονομικών προτάσσουν τη δημοσιονομική σύνεση ως ανάχωμα στους κλυδωνισμούς που απειλούν την ελληνική οικονομία.
Τρία βασικά σενάρια
Στο υπουργείο Οικονομικών έχουν εκπονήσει τρία βασικά σενάρια για τις επιπτώσεις στην οικονομία που συνδέονται με τη διάρκεια του πολέμου και τις τιμές των καυσίμων, από τα οποία προκύπτει ποια μπορεί να είναι η ζημιά στο ΑΕΠ και το έλλειμμα.
Πρόκειται για ένα ήπιο, ένα δυσμενές και ένα εξαιρετικά δυσμενές σενάριο, με διαφορετικά δεδομένα για τις επιπτώσεις σε ΑΕΠ, πληθωρισμό και δαπάνες. Οι επιπτώσεις στην ανάπτυξη ξεκινούν από 0,5 έως και 2 μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι το ΑΕΠ της χώρας το 2022 θα υπολογίσει από το 4,5% έως και 2,5%.
Επίσης, εκτιμάται ότι στο καλό σενάριο θα υπάρξει διεύρυνση του ελλείμματος κατά 0,3% με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στο 1,7%, από πρόβλεψη για 1,4% του ΑΕΠ. Στην περίπτωση που ο προϋπολογισμός χρειαστεί να συμμετάσχει με περισσότερα κονδύλια σε διάφορες δαπάνες, τότε είναι σαφές ότι το έλλειμμα θα αυξηθεί περαιτέρω. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, οι προβλέψεις διαμορφώνονται μεσοσταθμικά σε 5% με 6%, ενώ τον Μάρτιο αναμένεται να ξεπεράσει το 8%.
Στο οικονομικό επιτελείο κινούνται με βραχυπρόθεσμες αποφάσεις, όπως λένε, καθώς εάν συνεχιστεί ο πόλεμος και χρειαστεί περαιτέρω ενίσχυση των νοικοκυριών, το ελληνικό έλλειμμα δεν θα μειωθεί, όπως σχεδίαζε η κυβέρνηση, και αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση του δημοσίου χρέους.
Παράλληλα, προσδοκούν ευρωπαϊκές λύσεις για τη στήριξη των νοικοκυριών από τις αυξήσεις των τιμών.
Παραμένει ο στόχος για επενδυτική βαθμίδα
Η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, παρά τα σύννεφα που απλώνονται λόγω της πολεμικής σύρραξης, παραμένει εθνικός στόχος, καθώς θα παρέχει μια ομπρέλα προστασίας στην οικονομία απέναντι στις διαθέσεις των αγορών. Η επενδυτική βαθμίδα είναι εκείνη που θα θωρακίσει τον φθηνό δανεισμό και το χαμηλό κόστος χρήματος για την οικονομία στην πορεία προς μια ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Σήμερα, με τις αναταράξεις που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, η χώρα μπορεί να επηρεαστεί καθώς θα υπάρξουν μεγάλες πιέσεις στα spreads. Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει μπροστά της την έξοδο από την εποπτεία εντός του καλοκαιριού, με κάποιες δεσμεύσεις να εξακολουθούν να εκκρεμούν και να πρέπει να μπουν σε ένα δρόμο ώστε όλα να κινηθούν ομαλά. Επειδή η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωζώνης που εντάχθηκε σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής της, θα πρέπει να υπάρξει ενημέρωση και στους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης για την όλη διαδικασία, οπότε η κυβέρνηση δεν θέλει να βρει εμπόδια σε αυτή την πορεία εξόδου από την εποπτεία.
Πολυετής προϋπολογισμός
Εως τα τέλη Απριλίου το υπουργείο Οικονομικών πρέπει να αποστείλει το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής, το οποίο θα περιλαμβάνει τις προβλέψεις για την πορεία των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών όπως του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, αλλά και των πλεονασμάτων που πρέπει να επιτυγχάνει η χώρα έως και το 2025.
Ο νέος αυτός προϋπολογισμός θα έχει εναλλακτικά σενάρια λόγω των συνθηκών αβεβαιότητας που επικρατούν και μπορεί να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις. Ταυτόχρονα, η Αθήνα αναμένει τις ευρωπαϊκές αποφάσεις σχετικά με το αίτημα του πρωθυπουργού για εξαίρεση από τον υπολογισμό του ελλείμματος του υπερβάλλοντος ποσοστού του ΑΕΠ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που κατευθύνεται στις αμυντικές δαπάνες, αλλά και τις οριστικές αποφάσεις όσον αφορά την ισχύ ή όχι της ρήτρας διαφυγής και το 2023.
Με το ελληνικό αίτημα έχουν συνταχθεί ορισμένες ανατολικές χώρες, όπως οι Λιθουανία, Εσθονία, Πολωνία, Ρουμανία, λόγω του ρωσικού κινδύνου, ενώ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υποστηρίξει ότι «μια τέτοια πολιτική θα επιτρέψει σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες ιστορικά ξοδεύουν περισσότερα σε αμυντικές δαπάνες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να μην τιμωρούνται γι’ αυτή τους τη στρατηγική επιλογή». Ωστόσο, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η Γερμανία αλλά και οι περισσότερες κεντροευρωπαϊκές χώρες δεν είναι σύμφωνες και ενδεχομένως απορρίψουν την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος.
Τόσο αυτό το ζήτημα όσο και το τι μέλλει γενέσθαι με τη ρήτρα διαφυγής αναμένεται να ξεκαθαρίσουν τον προσεχή Μάιο. Όπως εκτιμάται, ο πόλεμος στην Ουκρανία δίνει νέα διάσταση στη διαχείριση της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και συνεπώς μπορεί να υπάρξουν θετικές εξελίξεις σε αυτό το μέτωπο. Βαρίδι, βέβαια, για τη χώρα μας είναι το υψηλό δημόσιο χρέος. Στο υπουργείο Οικονομικών έχουν ήδη στραμμένο το βλέμμα στον προϋπολογισμό του 2023, αναμένοντας τις οριστικές αποφάσεις.
Η Κομισιόν προτείνει για το 2023 μια οικονομική πολιτική δύο ταχυτήτων, με σύσταση στα κράτη-μέλη με υψηλό χρέος να ξεκινήσουν σταδιακή απομείωσή του, με την επίτευξη δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων θα επιτευχθεί αυτή η προσαρμογή είναι ιδιαίτερα σημαντικά ως προς τον βαθμό ελευθερίας που θα έχει η κυβέρνηση, καθώς τον επόμενο χρόνο σχεδιάζει σημαντικές παρεμβάσεις όπως η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για δημόσιο, ιδιωτικό τομέα και συνταξιούχους, αλλά και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Εάν δεν επεκταθεί η δημοσιονομική ευελιξία ή δεν υπάρξει κάποια άλλη απόφαση, τότε οι χώρες του Νότου θα κινδυνεύουν, αντί να μειώνουν, να αυξάνουν τα ελλείμματα και τα χρέη τους.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!