Στην αναθεώρηση του στόχου για το πρωτογενές έλλειμμα από το 1,4% στο 1% προσανατολίζεται το οικονομικό επιτελείο, προκειμένου να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στις αγορές για σφικτή δημοσιονομική διαχείριση, που θα συμβάλει στον αγώνα για απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
Η συγκεκριμένη αλλαγή, μαζί με την αναθεώρηση της πρόβλεψης για τον πληθωρισμό, θα αποτυπωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση στην Κομισιόν στα τέλη Απριλίου.
Το πρωτογενές έλλειμμα για το 2021 θα κλείσει πάνω από το 6% του ΑΕΠ, αλλά θα είναι μικρότερο από το 7,3% του ΑΕΠ που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Ξεκινώντας από χαμηλότερη βάση είναι ευκολότερο να επιτευχθεί και ο στόχος για ακόμα μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα από το 1,4% που προβλέπει ο προϋπολογισμός στο τέλος του 2022. Επιπλέον ο δείκτης δημόσιου χρέους/ΑΕΠ μειώνεται με σταθερό ρυθμό λόγω των χαμηλότερων ελλειμάτων, που αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα για μια θετική αξιολόγηση σύμφωνα με τους αναλυτές.
Στροφή της κυβέρνησης
Στην κυβέρνηση έχουν λάβει το μήνυμα από τις αγορές. Αυτό άλλωστε τις τελευταίες ημέρες αποτυπώνεται στη στροφή στις δημόσιες τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών για τα δημοσιονομικά περιθώρια και ενδεχόμενες νέες παροχές.
Η κυβέρνηση δεν εξετάζει μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να επιδεινώσουν το δημοσιονομικό σκηνικό, αλλά αντίθετα επιδιώκει να επανέλθει η οικονομία σε πλήρη κανονικότητα και να μην παραμείνει εγκλωβισμένη στα ελλείμματα.
Σε αυτή την προσπάθεια, η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας παίζει καταλυτικό ρόλο, εθνικό στόχο τη χαρακτηρίζουν κορυφαία κυβερνητικά γραφεία αλλά και ο διευθυντής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού Αλεξ Πατέλης, καθώς θα θωρακίσει τον φθηνό δανεισμό και το χαμηλό κόστος χρήματος για την οικονομία στην πορεία προς μια ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Πρόκειται για μια βαριά δημοσιονομική προσαρμογή προκειμένου τα πρωτογενή ελλείμματα να περιοριστούν δραστικά το 2022 και να μετατραπούν σε πλεονάσματα από το 2023, έτος κατά το οποίο αναμένεται να επανέλθουν οι δημοσιονομικοί κανόνες μετά το διάλειμμα του κορονοϊού.
Ανηφορικός δρόμος
Η Ελλάδα εισήλθε στο 2022 με ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα στην Ευρωζώνη, οπότε έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι θα επιχειρήσει μέσα από έναν ανηφορικό δρόμο να το περιορίσει περαιτέρω έως το τέλος του έτους, στέλνοντας ισχυρό σήμα στις αγορές σε μια περίοδο που η χώρα διεκδικεί διακαώς την επενδυτική βαθμίδα.
Η επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα αποτελεί ορόσημο για την οικονομία, πράγμα το οποίο απώλεσε το 2010. Θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από μια συνεπή πολιτική στρατηγική που θα αντιμετωπίζει τις εναπομένουσες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας.
Η επενδυτική βαθμίδα αρκεί να έρθει από έναν από τους τέσσερις οίκους, Fitch, S&P, Moody’s ή DBRS Morningstar, τους οποίους έχει ως επιλέξιμους οίκους το Ευρωσύστημα στις προγραμματισμένες αξιολογήσεις. Ωστόσο οι διεθνείς οίκοι δεν δείχνουν να βιάζονται να «ανεβάσουν» τις βαθμίδες της Ελλάδας. Ετσι, εκτιμάται ότι η Ελλάδα φέτος θα ανέβει μόνο ένα σκαλοπάτι, αφήνοντας έτσι τις αρχές του 2023 το επόμενο μεγάλο βήμα.
Η επόμενη αξιολόγηση είναι διπλή, αφού θα πραγματοποιηθεί στις 18 Μαρτίου από τους οίκους DBRS, που βαθμολογεί την Ελλάδα στην κλίμακα ΒΒ με θετικές προοπτικές, και Moody's, που βαθμολογεί την Ελλάδα στην κλίμακα Ba3 με σταθερές προοπτικές.
Η όσο το δυνατόν γρηγορότερη επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να προσδώσει σημαντικά οφέλη στην ελληνική οικονομία, μειώνοντας περαιτέρω το κόστος δανεισμού της, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και διευκολύνοντας τη συμμετοχή των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!