Σε «συμπληγάδες» ανταγωνισμού με πολυεθνικούς κολοσσούς της γαλακτοβιομηχανίας αλλά και αθέμιτων πρακτικών βρίσκεται το ελληνικό γιαούρτι στη γερμανική αγορά, ανακόπτοντας τη δυναμική του προϊόντος σε μια χώρα με εξαιρετικές προοπτικές.
Η κλαδική μελέτη, που συνέταξε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Μόναχο, προτείνει για την υπέρβαση αυτών των αντιξοοτήτων την επένδυση των Ελλήνων παραγωγών στο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Δηλαδή την προστιθέμενη αξία της φήμης, της ποιότητας και της αυθεντικής και μοναδικής συνταγής και γεύσης του ελληνικού γιαουρτιού αλλά και όπου απαιτείται την προσφυγή σε ευρωπαϊκά και εθνικά δικαιοδοτικά όργανα.
Με ετήσια παραγωγή γιαουρτιού 226.000 τόνων η Ελλάδα κατατάσσεται 10η μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τη Γερμανία να είναι η πρώτη παράγοντας το 23,47% των συνολικών προϊόντων γάλακτος, που έχουν υποστεί ζύμωση εντός της ΕΕ. Το 2020 η Γερμανία εισήγαγε προϊόντα αυτής της κατηγορίας, αξίας 126,31 εκατ. ευρώ. Η πρώτη χώρα προέλευσης ήταν το Βέλγιο (40,90 εκατ. ευρώ με μερίδιο 32,88% επί των συνολικών εισαγωγών), ενώ ακολουθούν η Αυστρία (26,97 εκατ. ευρώ), Λουξεμβούργο (18,19 εκατ. ευρώ) και Ελλάδα στην 4η θέση (7,95 εκατ. ευρώ). Το 96% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών γιαουρτιού προς τη Γερμανία αφορούν κυρίως σε γιαούρτια μη αρωματισμένα και χωρίς προσθήκη φρούτων ή κακάου, ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών.
Σημαντική ανάπτυξη του στραγγιστού γιαουρτιού
Η αγορά του ελληνικού στραγγιστού γιαουρτιού γνώρισε σημαντική ανάπτυξη τα προηγούμενα χρόνια και διαδραμάτισε, ως κινητήρια δύναμη, καταλυτικό ρόλο στη μεγέθυνση της αγοράς του φυσικού γιαουρτιού στη Γερμανία, που κυριαρχείται από ομίλους με δεσπόζουσα διεθνή θέση. Σύμφωνα με τις ελληνικές διπλωματικές αρχές, οι μεγάλες αυτές παραγωγικές επιχειρήσεις έχουν διαμορφώσει ένα έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον για τα ελληνικά προϊόντα γιαουρτιού, τουλάχιστον σε όρους τιμής προϊόντος. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στις φθηνότερες πρώτες ύλες (γάλα), στις μεγάλες παραγωγικές τους δυνατότητες και στην αξιοποίηση των υφιστάμενων επιχειρηματικών τους συνεργασιών με τις μεγάλες αλυσίδες λιανεμπορίου τροφίμων και σε άλλα προϊόντα γάλακτος (γάλα, τυροκομικά κ.λπ.).
Εξαιτίας των συνθηκών έντονου ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά γιαουρτιού, κυρίως λόγω της πώλησης προϊόντων γιαουρτιού «ελληνικού τύπου» εγχώριας γερμανικής παραγωγής, που σχεδόν όλες οι γερμανικές γαλακτοβιομηχανίες διαθέτουν στο χαρτοφυλάκιο των προϊόντων τους, με σημαντικά φθηνότερες πρώτες ύλες, η σχετική τιμή (ευρώ/kg) των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων γιαουρτιού στη Γερμανία ακολουθεί την τελευταία δεκαετία φθίνουσα πορεία.
Με σύμβολα που παραπέμπουν στην Ελλάδα
Ολα τα παραγόμενα εκτός Ελλάδας γιαούρτια «ελληνικού τύπου» φέρουν σύμβολα, εικαστικές παραστάσεις, λεκτικούς συνειρμούς και φωτογραφίες, που παραπέμπουν ευθέως στην Ελλάδα. Κατ' αυτόν τον τρόπο αξιοποιείται η φήμη και η μοναδικότητα της γεύσης και της ποιότητας του ελληνικού γιαουρτιού, δημιουργούνται συνθήκες άνισου και αθέμιτου ανταγωνισμού με τα εισαγόμενα ελληνικά προϊόντα, ενώ παράλληλα προκαλείται δυνητική σύγχυση και παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού ως προς την πραγματική προέλευση και ταυτότητα των προϊόντων.
Μόνο το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Μονάχου έχει καταγράψει μέχρι σήμερα 16 brands «ελληνικού τύπου» γιαουρτιού σε πληθώρα διαφορετικών τύπων και γεύσεων, όπως φυσική, φρούτων, με μέλι, μειωμένα λιπαρά, χωρίς λακτόζη κ.λπ., τα οποία διατίθενται προς πώληση σε καταστήματα λιανικής πώλησης και μεγάλες αλυσίδες τροφίμων στη γερμανική πόλη. Σε αυτές τις συνθήκες οι Γερμανοί καταναλωτές συνηθίζουν στις γευστικές αποχρώσεις και στην υφή των γερμανικών αυτών γιαουρτιών, που υπολείπονται των ποιοτικών χαρακτηριστικών του γνήσιου ελληνικού γιαουρτιού και προσφέρονται σε χαμηλότερες τιμές από τα ελληνικά προϊόντα.
Οι ελληνικές διπλωματικές αρχές θεωρούν ότι εκτός της επένδυσης των Ελλήνων παραγωγών στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του ελληνικού γιαουρτιού, θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί, τουλάχιστον για τις πιο καταφανείς περιπτώσεις παραπλάνησης του καταναλωτικού κοινού ως προς την προέλευση του προϊόντος (χρήση ελληνικών συμβόλων και ονομασιών), η δυνατότητα άσκησης προσφυγών σε ευρωπαϊκά ή εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, εκ μέρους είτε κρατικών φορέων και υπηρεσιών, είτε επαγγελματικών και κλαδικών επιχειρηματικών συνδέσμων.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!