Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου πρέπει να υποβάλουν αίτηση οι πληγέντες από την πανδημία για να ρυθμίσουν φορολογικά χρέη 2,26 δισ. ευρώ σε έως 72 δόσεις με επιτόκιο 2,5% ή σε 36 δόσεις άτοκα. H απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών Απόστολου Βεσυρόπουλου που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζει όλες τις λεπτομέρειες για την υποβολή της αίτησης για ρύθμιση οφειλών για τις οποίες έχει χορηγηθεί παράταση προθεσμιών καταβολής ή και αναστολή είσπραξης λόγω covid 19, τις οφειλές που υπάγονται ή εξαιρούνται από τη ρύθμιση, το ελάχιστο ποσό δόσης, αλλά και τα ευεργετήματα που προκύπτουν για τους οφειλέτες από την ένταξή τους στη ρύθμιση.
Η υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση συντελείται με την καταβολή της πρώτης δόσης μέχρι και τις 31/1/2022, ενώ μεταξύ των οφειλών που εξαιρούνται της ρύθμισης περιλαμβάνεται ο φόρος εισοδήματος του 2020. Η ελάχιστη μηνιαία δόση ανέρχεται σε 30 ευρώ για οφειλές έως 1.000 ευρώ και 50 ευρώ για οφειλές άνω των 1.000 ευρώ.
Η νέα ρύθμιση αφορά την περίοδο της πανδημίας και τα χρέη που δημιουργήθηκαν από τον Μάρτιο του 2020 έως και τον Ιούλιο του 2021 για όσους έχουν πληγεί με βάση τη διευρυμένη λίστα ΚΑΔ, αλλά και τους ιδιοκτήτες ακινήτων που έκαναν δήλωση COVID, τους ανέργους που εγγράφηκαν στον ΟΑΕΔ και τους εργαζομένους που ήταν σε αναστολή ή στο «Συν-Εργασία».
Προθεσμία για την αίτηση και πρώτη δόση
Η αίτηση για υπαγωγή σε πρόγραμμα ρύθμισης υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέχρι και την 31/12/2021, μέσω διαδικτυακής εφαρμογής για όλες τις περιπτώσεις που αυτό υποστηρίζεται τεχνικά.
Εξαιρετικά και σε περίπτωση που υφίσταται αδυναμία διαδικτυακής υποστήριξης, η αίτηση υποβάλλεται στην Υπηρεσία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ο Προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής. Η αίτηση για ρύθμιση επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986. Οταν η αίτηση δεν υποβάλλεται από τον πρωτοφειλέτη, η υποβολή της διενεργείται μόνο στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών Υπηρεσία.
Η υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση συντελείται με την καταβολή της πρώτης δόσης μέχρι και την 31η/1/2022. Η καταβολή της πρώτης δόσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επομένων μηνών.
Με την υποβολή από τον οφειλέτη, αιτήματος για υπαγωγή στη ρύθμιση, τα αποδιδόμενα ποσά από συμψηφισμούς του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, από παρακρατήσεις αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του ΚΦΔ και από μέτρα αναγκαστικής είσπραξης μπορούν να καλύπτουν την πρώτη δόση, εφόσον εισπράττονται εντός της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
Ως αρμόδιος για τη χορήγηση της ρύθμισης, την παρακολούθηση, την τήρηση των όρων της, την απώλεια αυτής και κάθε άλλη αναγκαία διαδικασία ορίζεται ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας της ΑΑΔΕ, ο οποίος είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής. Η απώλεια της ρύθμισης δύναται να διενεργείται και κεντρικά.
Σε περίπτωση παράλληλης αρμοδιότητας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικού Κέντρου και του Προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής, αρμόδιος κατά τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ορίζεται ο Προϊστάμενος της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης.
Ποιοι εντάσσονται στη ρύθμιση
Οφειλές βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα Ελεγκτικά Κέντρα που, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, δεν τελούν σε καθεστώς άλλης ρύθμισης και έχουν βεβαιωθεί κατά το διάστημα από 1.3.2020 έως 31.7.2021, μπορούν, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, να υπαχθούν σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής σε έως και 72 μηνιαίες δόσεις, με την επιφύλαξη του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης κι εφόσον πληρούνται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) εφόσον πρόκειται για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα επιτηδευματίες, νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, που επλήγησαν λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, έχουν κύριο ΚΑΔ δραστηριότητας
β) εφόσον πρόκειται για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα μη επιτηδευματίες:
βα) είτε η σύμβαση εργασίας τους ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα από 1.3.2020 έως 31.7.2021, λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19,
ββ) είτε έλαβαν αποζημίωση ειδικού σκοπού με μονομερή δήλωση, για οποιαδήποτε χρονικό διάστημα από 1.3.2020 έως 31.7.2021,
βγ) είτε εντάχθηκαν στο μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ», για οποιαδήποτε χρονικό διάστημα από 1.3.2020 έως 31.07.2021,
βδ) είτε έλαβαν μειωμένο μίσθωμα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα από 1.3.2020 έως 31.7.2021 και έχουν αποζημιωθεί κατόπιν ελέγχου των δηλώσεων «COVID-19»,
βε) είτε ήταν εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ, οποιοδήποτε διάστημα από 1.3.2020 έως 31.7.2021.
Στην παρούσα ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών στις Δ.Ο.Υ. και τα Ελεγκτικά Κέντρα που, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, δεν τελούν σε καθεστώς άλλης ρύθμισης και έχουν βεβαιωθεί κατά το διάστημα από 1.3.2020 έως 31.7.2021.
Επιπλέον, εντάσσονται στη ρύθμιση, ανεξαρτήτως των ανωτέρων κριτηρίων και της ημερομηνίας βεβαίωσής τους, οφειλές για τις οποίες έχει χορηγηθεί αναστολή είσπραξης και παράταση καταβολής.
Ποια χρέη δεν εντάσσονται, πότε χάνεται η ρύθμιση
Εξαιρούνται από την υπαγωγή στη ρύθμιση:
α) Ο φόρος εισοδήματος φορολογικού έτους 2020, β) οφειλές οι οποίες δεν δύνανται να ρυθμίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) και αφορούν σε ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών ή σύμφωνα με άλλες διατάξεις και
γ) δόσεις ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής, βάσει δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής ή κατ’ εφαρμογή του ν. 4469/2017 (Α’ 62).
5.Η ρύθμιση απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου των οφειλών σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλλει δύο συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις της ρύθμισης ή
β) καθυστερήσει την καταβολή των δύο (2) τελευταίων δόσεων της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών.
Ελάχιστη δόση
Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης ρύθμισης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 30 ευρώ για ρυθμίσεις οφειλών συνολικού ύψους, συμπεριλαμβανομένων τόκων και προσαυξήσεων, έως 1.000 ευρώ και δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 50 ευρώ για ρυθμίσεις οφειλών συνολικού ύψους, συμπεριλαμβανομένων τόκων και προσαυξήσεων, άνω των 1.000 ευρώ.
Βασικές οφειλές από την ημερομηνία υπαγωγής τους στη ρύθμιση, αντί των τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, επιβαρύνονται με τόκο δυόμιση εκατοστιαίων μονάδων (2,5%) ετησίως υπολογισμένο. Κατ’ εξαίρεση, βασικές οφειλές που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης έως και 36 μηνιαίων δόσεων δεν επιβαρύνονται με τόκο.
Με την υπαγωγή στο πρόγραμμα ρύθμισης και με την προϋπόθεση της τήρησης αυτού, δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα των άρθρων 6 του ΚΕΔΕ και 57 του ΚΦΔ.
Για τις οφειλές του άρθρου 3 της παρούσας, η καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση που ανέρχεται σε ποσοστό 5%.
Ευεργετήματα για τον οφειλέτη από την υπαγωγή στη ρύθμιση και δικαιώματα Δημοσίου
Η υπαγωγή και συμμόρφωση στη ρύθμιση παρέχει στον οφειλέτη και τα ακόλουθα ευεργετήματα:
α) χορηγείται σε αυτόν αποδεικτικό ενημερότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του Κ.Φ.Δ.,
β) αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.
γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο οφειλές που ρυθμίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 75 του ν. 4821/2021. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, πριν από την υπαγωγή στη ρύθμιση, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκεια αυτής και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις. Αν ο οφειλέτης απολέσει τη ρύθμιση, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
Το Δημόσιο και μετά την υπαγωγή και συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση διατηρεί το δικαίωμα:
α) να επιβάλλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι διασφαλισμένη,
β) να μην χορηγεί στον οφειλέτη αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του, εφόσον η οφειλή δεν είναι διασφαλισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ΚΦΔ,
γ) να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών του, κατά το άρθρο 83 του ΚΕΔΕ.
Τα ποσά που εισπράττονται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης από την παρακράτηση απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του ΚΦΔ ή κατόπιν συμψηφισμού του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ ή μετά από αναγκαστικά μέτρα, καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
Η παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση, αναστέλλεται καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της ρύθμισης και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!