Τον κίνδυνο κατάρρευσης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με αντίστοιχη «έκρηξη» της ανεργίας μόλις αρθούν τα όποια μέτρα στήριξης λόγω της πανδημίας, επισημαίνει στην έκθεσή της για τον κατώτατο μισθό η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ), υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να σχεδιαστεί η στρατηγική και το χρονοδιάγραμμα της σταδιακής και προσεκτικής απόσυρσης των μέτρων με σκοπό να περιοριστούν σημαντικά οι αρνητικές επιπτώσεις».
Στην έκθεση, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει περιθώριο για μια αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων το 2021», τονίζεται ότι «η απόσυρση των μέτρων στήριξης με την επιστροφή στην κανονικότητα ενδέχεται να έχει αρνητική επίδραση τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην επιχειρηματικότητα», επισημαίνοντας ότι «είναι πιθανό να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των επιχειρήσεων με χαρακτηριστικά που τις καθιστούν μη βιώσιμες. Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν περίπου τους μισούς εργαζομένους στον επιχειρηματικό τομέα, ένα κύμα πτωχεύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας εργαζομένων που επί του παρόντος είναι σε καθεστώς αναστολής εργασίας».
Οι συνέπειες της πανδημίας και οι ελπίδες ανάκαμψης
Σύμφωνα με την ΤτΕ, «η πανδημία επέδρασε στην αγορά εργασίας προσδίδοντάς της χαρακτηριστικά διαφορετικά σε σχέση με το προηγούμενο έτος, όπως περιορισμό της κινητικότητας στην αγορά εργασίας, μείωση του ποσοστού μερικής απασχόλησης, αύξηση του ποσοστού ανεργίας των ηλικιακά νεότερων, αύξηση του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών και αύξηση των εργαζομένων που είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία».
Από την άλλη, σύμφωνα με την ΤτΕ, η σημαντική ύφεση που σημειώθηκε στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης, που είχαν ως αποτέλεσμα την ηπιότερη υποχώρηση της απασχόλησης σε σχέση με το προϊόν, είχε ως συνέπεια τη σημαντική επιδείνωση της παραγωγικότητας το 2020. Σε συνδυασμό με τη σχεδόν μηδενική μεταβολή των αμοιβών ανά μισθωτό, το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε σημαντικά, οδηγώντας σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας κόστους.
Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει στη διάρκεια του 2021, «ωστόσο», όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «η πρόβλεψη αυτή εξαρτάται από την πορεία των εμβολιασμών, τη διατήρηση, μέχρι τη λήξη της πανδημίας και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, καθώς και από την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την απορρόφηση των κεφαλαιακών πόρων που δικαιούται η Ελλάδα από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης».
Ανώμαλη προσγείωση στην... κανονικότητα
Η πολυπόθητη επιστροφή στην κανονικότητα, πάντως, αν και ως προοπτική δημιουργεί αισθήματα θετικής προσμονής, από την ΤτΕ περιγράφεται ως πιθανός κίνδυνος, αφού η απόσυρση των μέτρων στήριξης «ενδέχεται να έχει αρνητική επίδραση τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στη βιωσιμότητα πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων», κάτι που θα στείλει στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους που είναι σε αναστολή σύμβασης εργασίας.
Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, από την εμπειρική ανάλυση στοιχείων από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. «Η οικονομετρική ανάλυση δείχνει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου το 2019 είχε αρνητική επίδραση στο ρυθμό μεταβολής της απασχόλησης (θέσεις εργασίας), ειδικότερα εκεί όπου υπάρχουν μεγάλες μισθολογικές πιέσεις από τον κατώτατο μισθό».
Πού «βασιλεύει» ο κατώτατος μισθός
Από την ΤτΕ γίνεται μια αναλυτική «χαρτογράφηση» της αγοράς εργασίας και των κλάδων στους οποίους «βασιλεύει» ο κατώτατος μισθός, με την επισήμανση ότι πρόκειται κυρίως για μικρές επιχειρήσεις και αφορά νεότερους εργαζομένους και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Επιπλέον, το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο για τους εργάτες και τους εργαζομένους χαμηλής εξειδίκευσης και είναι επίσης σημαντικό σε κλάδους όπως η εστίαση, το εμπόριο και η βιομηχανία τροφίμων.
Από την ανάλυση που κάνει η ΤτΕ, «προκύπτει ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού που οδηγεί σε αύξηση της πίεσης στο μισθολογικό κόστος δύναται, ceteris paribus, να έχει αρνητικές επιδράσεις στην απασχόληση. Επίσης, από τη χαρτογράφηση των αναστολών των συμβάσεων εργασίας μέσω του Π/Σ ΕΡΓΑΝΗ αποτυπώνεται ότι οι θέσεις εργασίας σε αναστολή είναι συγκριτικά περισσότερες σε κλάδους και επιχειρήσεις όπου το ποσοστό των αμειβομένων με κατώτατο μισθό είναι επίσης υψηλό».
«Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο και δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας ως προς την εξέλιξη της πανδημίας», καταλήγει στην πρότασή της η ΤτΕ, «κρίνεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο για μια αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων το 2021. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε μία πρόσθετη αρνητική διαταραχή στο κόστος ενός μεγάλου εύρους επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων στην παρούσα συγκυρία (όπως μικρές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις στο εμπόριο, στα καταλύματα και στην εστίαση), επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης».
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!