Στους εμβολιασμούς «επενδύει» το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς η μετάλλαξη Δέλτα και οι παρενέργειές της απειλούν να θέσουν εμπόδια στην επανεκκίνηση της οικονομίας και την επιστροφή σε δυναμική ανάκαμψη. Κυβερνητικά στελέχη, που παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις, ξορκίζουν ένα τέταρτο κύμα της πανδημίας και ποντάρουν στην επίτευξη ενός ικανού αριθμού εμβολιασμένων ώστε να δημιουργηθεί τείχος ανοσίας.
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου επισημαίνουν ότι δεν υπάρχουν plan Β και ότι η αύξηση των εμβολιασμών αποτελεί μονόδρομο για να μη διαταραχθεί η επιστροφή της οικονομίας σε συνθήκες κανονικότητας. Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας μιλώντας στο Οpen ανέφερε ότι το κράτος αξιολογεί συνεχώς την κατάσταση και αυτό θα συνεχίσει να κάνει. Επισήμανε, ωστόσο, ότι σήμερα η κύρια ευθύνη του κράτους είναι να πείσει τους πολίτες ότι ο εμβολιασμός είναι η μοναδική ασπίδα για την επιστροφή στην κανονικότητα.
Περιορισμένα περιθώρια
Οι δυνατότητες περαιτέρω στήριξης της οικονομίας είναι εκ των πραγμάτων εξαιρετικά περιορισμένες, καθώς ο δημοσιονομικός χώρος για φέτος έχει σχεδόν εξαντληθεί. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια για νέες ενέσεις ενίσχυσης ενώ επιλογή της κυβέρνησης είναι η στήριξη όσων έχουν πληγεί μέχρι στιγμής από την πανδημία μέσω άλλων εργαλείων, όπως είναι η χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ. Στο ενδεχόμενο ενός τέταρτου κύματος και της απόφασης για τοπικά lockdows ούτε το κράτος θα αντέξει να χρηματοδοτεί κλειστούς κλάδους, αλλά ούτε οι ίδιες οι επιχειρήσεις θα μπορούν να ανακάμψουν.
Ηδη ο προϋπολογισμός κινείται πολύ μακριά από τον αρχικό σχεδιασμό για «ενέσεις ρευστότητας» μόλις 7,6 δισ. ευρώ το 2021, ενώ αν δεν επιταχυνθεί το πρόγραμμα εμβολιασμού που προχωρά καταφανώς βραδύτερα από τις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις, η εκτίμηση για δαπάνες στήριξης 2,1 δισ. ευρώ το 2022 θα κλονιστεί σοβαρά.
Η νέα διόγκωση του κόστους για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση θα προκαλέσει νέες σαρωτικές επί τα χείρω αναθεωρήσεις του δημοσιονομικού αποτελέσματος με το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης να εκτινάσσεται από τα 17 δισ. ευρώ δημιουργώντας ένα νέο αρνητικό ρεκόρ.
Αντίστοιχη θα είναι η επιδείνωση και στο πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο μέγεθος από την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και την αύξηση του λογαριασμού του δημοσίου θα ξεπεράσει τον πήχη του 7,1% του ΑΕΠ που προβλέπει το βασικό σενάριο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος
Διαθέσιμα
Το υπουργείο Οικονομικών διαθέτει στη φαρέτρα του ταμειακά διαθέσιμα ύψους 34,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου τα μισά βρίσκονται στον κοινό κουμπαρά με τον ESM. Ωστόσο, κεντρική στρατηγική είναι να μη μειωθεί το ύψος των διαθεσίμων για δύο λόγους:
- Περισσότερα μέτρα στήριξης σημαίνει μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο για να καλυφθεί θα χρειαστεί μέρος των διαθεσίμων. Το ζητούμενο πλέον είναι να μην ξεφύγει η κατάσταση σε τέτοιο βαθμό ώστε να αρχίσουν να ανησυχούν οι χρηματοδότες της χώρας που στην τρέχουσα χρονική συγκυρία είναι οι ίδιες οι αγορές. Τα ταμειακά διαθέσιμα είναι η «ασφάλεια» που έχουν οι αγορές δανείζοντας τη χώρα.
- Επιπλέον, η διατήρηση των ταμειακών διαθεσίμων εξυπηρετεί την επίτευξη στόχων όπως η έξοδος από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας το 2022, αλλά και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα το πρώτο εξάμηνο του 2023. Τα συγκεκριμένα ταμειακά διαθέσιμα αποτελούν το ισχυρότερο διαπραγματευτικό όπλο προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα ο δανεισμός του Δημοσίου, μέχρι να αποκτήσει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξιολόγηση της χώρας όσον αφορά το προφίλ ρευστότητας τοποθετείται από τη Moody's στο «Α», από «Baa», λόγω της επιλεξιμότητας στο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ και τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της ελληνικής κυβέρνησης.