Υπέρ μιας ακόμη μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ στη συνεδρίαση της 17ης Απριλίου τάσσεται ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, διευκρινίζοντας πάντως ότι η υψηλή αβεβαιότητα καθιστά αδύνατο να θεωρηθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο ως δεδομένο.
Σε συνέντευξή του στο Econostream και αναφερόμενος στη δημοσιονομική επέκταση, ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ότι οι τελικές αποφάσεις δεν έχουν ακόμα ληφθεί, σχολιάζοντας: «Προς το παρόν, παρατηρούμε υψηλότερες αποδόσεις ομολόγων, κάτι που λειτουργεί σε περιοριστική κατεύθυνση. Η αύξηση των αποδόσεων βασίζεται σε προσδοκίες για υψηλότερα επίπεδα χρέους και ελλείμματα, αλλά το χρέος και το έλλειμμα της Γερμανίας είναι πολύ χαμηλά, επομένως ήταν σωστή η απόφαση να ανασταλεί το φρένο χρέους. Αυτή η απόφαση μπορεί να σηματοδοτεί υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον, αλλά επιδρά περιοριστικά στις συνθήκες χρηματοδότησης, επομένως συνηγορεί υπέρ μείωσης των επιτοκίων».
Δασμοί και πληθωρισμός
Αναφερόμενος στους δασμούς Τραμπ, σημείωσε ότι βραχυπρόθεσμα ο πληθωρισμός μπορεί να ενισχυθεί σε περίπτωση αντιποίνων, τα οποία θεωρεί αναπόφευκτα. Ωστόσο, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας που πιθανότατα θα ακολουθήσει αναμένεται να ασκήσει αποπληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα. Όπως σχολίασε: «Άρα έχουμε επίδραση αρχικά στασιμοπληθωριστική αλλά στη συνέχεια αποπληθωριστική, και αυτό δεν πρέπει να στρεβλώσει τον προσανατολισμό της πολιτικής μας προς χαμηλότερα επιτόκια».
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε εκ νέου ότι, αν και η νομισματική πολιτική είναι πλέον σημαντικά λιγότερο περιοριστική, εξακολουθεί να διατηρεί περιοριστικό χαρακτήρα.
Ένας μήνας αβεβαιότητας
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Απρίλιο, σημείωσε: «Αν η συνεδρίαση ήταν σήμερα, θα ήμουν πιο σίγουρος ότι θα αποφασίζαμε μείωση… Αλλά δεν έχουμε ακόμα Απρίλιο, βρισκόμαστε στο Μάρτιο. Έχουμε ένα μήνα μπροστά μας, οπότε δεν μπορώ να σας πω ότι θα αποφασίσουμε μείωση. Και η αβεβαιότητα είναι τόσο υψηλή που είναι αδύνατον να γνωρίζουμε τι μπορεί να συμβεί για να αλλάξει η απόφασή μας».
Ερωτηθείς για παλαιότερη τοποθέτησή του περί δύο επιπλέον μειώσεων των επιτοκίων εντός του έτους, διευκρίνισε: «Αυτό φυσικά δεν είναι επίσημη δέσμευση. Είναι η εκτίμησή μου για το πώς θα κινηθεί η νομισματική πολιτική, με βάση τα σήμερα διαθέσιμα δεδομένα και τις τρέχουσες προβλέψεις. Εξακολουθώ πάντως να πιστεύω ότι θα έχουμε άλλες δύο μειώσεις φέτος και ότι το 2% θα είναι το καταληκτικό επίπεδο των επιτοκίων. Δεν μπορώ να σας πω πότε ακριβώς θα γίνουν αυτές οι δύο μειώσεις. Σε συνθήκες τόσο υψηλής αβεβαιότητας, δεν θα ήταν συνετό να είμαι τόσο ακριβής».
Αναφερόμενος σε αναλυτές που εκτιμούν πως το επιτόκιο της ΕΚΤ μπορεί να φτάσει το 1,5%, χαρακτήρισε αυτό το σενάριο «πολύ ακραίο».
Οι καταλύτες της απόφασης του Απριλίου
Ερωτηθείς ποιες πληροφορίες θα ληφθούν υπόψη ενόψει της συνεδρίασης του Απριλίου, ο διοικητής της ΤτΕ απάντησε:
«Τη δυναμική του πληθωρισμού, τον υποκείμενο πληθωρισμό και τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, και επιπρόσθετα την έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων, την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και βεβαίως τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Θα μπορούσαμε να έχουμε και ευχάριστες εκπλήξεις, όπως πιθανή ειρήνευση στην Ουκρανία, που θα σήμαινε ακόμη χαμηλότερες τιμές ενέργειας».
Παράλληλα, προέβλεψε ότι μέχρι το τέλος του 2025 ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κοντά στον στόχο του 2%. Επισήμανε όμως ότι πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ εκτίμησε πως οι πιθανότητες να κινηθεί ο πληθωρισμός είτε πάνω είτε κάτω από τον στόχο είναι 50:50, «ανάλογα με το ποιοι από τους παράγοντες θα υπερισχύσουν»:
«Θα είναι η επίδραση από τους δασμούς και τα αντίποινα; Από την ανάπτυξη; Από τις αυξημένες αποδόσεις των ομολόγων που λειτουργούν σε περιοριστική κατεύθυνση; Και ας μην ξεχνάμε, έχουμε περιοριστικές επιδράσεις από τις προηγούμενες αποφάσεις νομισματικής πολιτικής, ενώ και η συρρίκνωση του ισολογισμού μας επενεργεί προς την ίδια κατεύθυνση».
Για το ουδέτερο επιτόκιο
Απαντώντας σε ερώτηση για το ουδέτερο επιτόκιο, ο κ. Στουρνάρας εξήγησε: «Το ουδέτερο επιτόκιο είναι μια θεωρητική έννοια που ισχύει σε κατάσταση ισορροπίας. Όμως, ένα νούμερο που παράγεται από οικονομετρικά υποδείγματα δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται στη λήψη αποφάσεων νομισματικής πολιτικής, διότι το εύρος ανάμεσα στο κατώτατο και το ανώτατο όριο της εκτίμησης είναι μεγάλο. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΕΚΤ, το εύρος είναι από 1,75% έως 2,25%, άρα ο μέσος όρος είναι 2%, κοντά στην εκτίμηση των αγορών για το τελικό επιτόκιο (terminal rate). Τα οικονομικά όμως δεν είναι κβαντομηχανική, αλλά κοινωνική επιστήμη. Την τελική απόφαση την παίρνει το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη του όλες τις παραμέτρους».
Για τους αμερικανικούς δασμούς
Αναφορικά με τους δασμούς που έχουν εξαγγελθεί από τις ΗΠΑ για τις 2 Απριλίου και το πώς ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση στη συνεδρίαση της 17ης Απριλίου, σχολίασε: «Αν οι ΗΠΑ επιβάλουν δασμούς 25%, γνωρίζουμε ότι αυτό θα επιδράσει ως επί το πλείστον αρνητικά στην ανάπτυξη. Δεν θα υπάρξουν κερδισμένοι, αλλά – δυστυχώς – μόνο χαμένοι. Ανάμεσα στους χαμένους θα είναι και οι ίδιες οι ΗΠΑ, όχι μόνο ο υπόλοιπος κόσμος. Θα υπάρξει όμως μείωση της ζήτησης εξαγωγών, και η ζώνη του ευρώ είναι πολύ πιο ανοικτή οικονομία από ό,τι οι ΗΠΑ, συνεπώς οι επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ θα είναι σοβαρές. Είτε έχουμε στη διάθεσή μας επικαιροποιημένες προβολές είτε όχι, μπορούμε πάντα να κρίνουμε, και θα το συζητήσουμε. Βεβαίως, αυτή τη στιγμή τα στελέχη μας μελετούν εντατικά το θέμα, οπότε θα έχουμε κάποια εικόνα».