Οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί σημαντικά μετά το 2019, με το ποσοστό τους στο ΑΕΠ να έχει φθάσει το 15,3% το 2024 από 12% κατά μέσο όρο την περασμένη δεκαετία, αλλά παραμένει σημαντικά χαμηλότερος από αυτό της Ευρωζώνης (21,1%), δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στο 2ο συνέδριο «Invest in Greece», με θέμα «Επενδύσεις και ελληνική οικονομία».
Προκειμένου να επιτευχθεί διατηρήσιμη αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα, απαιτούνται στοχευμένες παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, είπε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών, όπως η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, καθώς και η καταπολέμηση της πολυνομίας και της κακονομίας, σε συνδυασμό με τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, θα περιορίσουν την αβεβαιότητα και το διοικητικό βάρος.
Ένα πιο αποτελεσματικό ρυθμιστικό και θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει την εκτέλεση των συμβάσεων και την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας θα ενθαρρύνει την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων.
Παράλληλα, η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και η παροχή περαιτέρω φορολογικών κινήτρων, όπως επιταχυνόμενες αποσβέσεις και μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη θα ενισχύσουν την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.
Επίσης, απαιτείται επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών που μειώνουν τους φραγμούς εισόδου και περιορίζουν τις ολιγοπωλιακές δομές.
Εκτός αυτού, η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, μέσω της βελτίωσης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης σε νέες τεχνολογίες θα προσελκύσει επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας και θα αυξήσει την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία.
Τέλος, η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών θα επιτρέψει στις ελληνικές επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στα απαιτούμενα κεφάλαια για να αναπτυχθούν και να καινοτομήσουν.
Η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης αλλά και η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, που θα εξασφαλίσουν οικονομίες κλίμακας στα διαθέσιμα κεφάλαια και ομαλή ροή επενδύσεων σε όλη την ΕΕ.
Η ίδρυση κοινού εποπτικού μηχανισμού για τις αγορές κεφαλαίων της ΕΕ, η ενοποίηση των κατακερματισμένων υποδομών των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών και η τυποποίηση προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές μπορούν να κινητοποιήσουν τόσο τις αποταμιεύσεις της ΕΕ όσο και ξένο κεφάλαιο. Επιπλέον, η βάθυνση της αγοράς τιτλοποιήσεων και η απλοποίηση της σχετικής νομοθεσίας μπορούν να συμβάλουν στην προσέλκυση επενδυτών.
Σε εθνικό επίπεδο, ειδικά για τις μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν εμπράγματες εγγυήσεις κρίνεται αναγκαία η διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών, καθώς και μέσω της αξιοποίησης του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων.
Κίνδυνος και ευκαιρία για τις ξένες άμεσες επενδύσεις
Είναι επίσης επιτακτικά αναγκαία η συνέχιση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ), οι οποίες αυξήθηκαν κατά περίπου 34% το 2024 έναντι του 2019 – φθάνοντας τα 6 δισεκ. ευρώ – γεγονός που υποδηλώνει τη θετική δυναμική τους.
Σημαντική επιτάχυνση στις ΞΑΕ μπορεί να προέλθει από την ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Ωστόσο, κρίσιμος παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η πολιτική σταθερότητα. Η αυξημένη παγκόσμια αβεβαιότητα και οι εμπορικές διαμάχες είναι πιθανό να μεταβάλουν, εκτός από τις εμπορικές ροές, και τις διασυνοριακές ροές κεφαλαίων και τις ΞΑΕ – αυτό αποτελεί κίνδυνο αλλά ενδεχομένως και ευκαιρία για την Ελλάδα.
Απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης
Ο διοικητής τόνισε ότι βασική προϋπόθεση για την αύξηση του όγκου των επενδύσεων είναι η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανταγωνιστικότητας (RRF), που ανέρχονται σε 36 δισεκ. ευρώ.
Δεδομένου του οπισθοβαρούς προφίλ διοχέτευσης των πόρων στην πραγματική οικονομία και της περιορισμένης διάρκειας ζωής του RRF, χρειάζεται ενίσχυση της προσπάθειας για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης επίτευξη των θετικών επιδράσεων του μέσου αυτού στον ρυθμό ανάπτυξης και στην παραγωγικότητα της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
«Εν κατακλείδι, η Ελλάδα διανύει μια περίοδο δυναμικής ανάπτυξης, με σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες και αισιόδοξες προοπτικές. Οφείλουμε επομένως να συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις, να διαφυλάξουμε τη δημοσιονομική αξιοπιστία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να μειώσουμε τα εμπόδια και να επιταχύνουμε την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση», είπε ο κ. Στουρνάρας.