Οι αγορές ακινήτων πραγματοποιούνται κατά 80% με μετρητά, σε αντίθεση με την προ κρίσης περίοδο, όπου η πλειονότητα των συναλλαγών βασιζόταν σε τραπεζικά δάνεια. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι Έλληνες αγοραστές δείχνουν προτίμηση σε ακίνητα μικρότερης επιφάνειας, έως 120 τ.μ., με τιμές που κυμαίνονται μεταξύ 400.000 και 450.000 ευρώ. Από την άλλη, οι ξένοι επενδυτές επικεντρώνονται σε πολυτελέστερες κατοικίες, επιλέγοντας μεγαλύτερες επιφάνειες και υψηλότερες τιμές.
Αυτή η διαφοροποίηση στις προτιμήσεις διαμορφώνει τις τάσεις της ελληνικής κτηματαγοράς για το 2024. Περιοχές όπως ο Σαρωνικός και η Εύβοια βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ειδικά από ξένους αγοραστές, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω τη ζήτηση. Παρά τις αρχικές προβλέψεις για μείωση των τιμών, η αγορά παραμένει σταθερή, με τις τιμές να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, υποδεικνύοντας τη δυναμική της ελληνικής αγοράς ακινήτων.
Η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εξακολουθεί να είναι καθοριστικός παράγοντας για τη διατήρηση αυτών των τιμών. Σε πολλές περιοχές, οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν, αν και με ηπιότερους ρυθμούς. Ειδικοί της αγοράς εξηγούν ότι οι Έλληνες αγοραστές στρέφονται σε πιο προσιτές επιλογές, ενώ οι ξένοι ενισχύουν τη ζήτηση για ακίνητα πολυτελείας.
Οι προκλήσεις της ανακαίνισης
Η ανακαίνιση παλαιών ακινήτων έχει εξελιχθεί σε βασικό παράγοντα διαμόρφωσης της ελληνικής κτηματαγοράς. Παρόλο που οι τιμές των παλαιών κατοικιών είναι γενικά χαμηλότερες σε σύγκριση με τις καινούργιες, το υψηλό κόστος ανακαίνισης αυξάνει σημαντικά τη συνολική επένδυση. Σήμερα, η ανακαίνιση μπορεί να κοστίσει από 1.000 έως 1.200 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, καθιστώντας την αγορά παλαιών ακινήτων λιγότερο ελκυστική.
Για παράδειγμα, ένα ακίνητο 100 τ.μ. με αρχική τιμή αγοράς 150.000 ευρώ μπορεί, μετά την ανακαίνιση, να φτάσει συνολικά τις 270.000 ευρώ ή και περισσότερο. Επιπλέον, η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, οι συνεχείς καθυστερήσεις στις εργασίες και η πολυπλοκότητα των διαδικασιών αποτελούν αποτρεπτικούς παράγοντες για πολλούς αγοραστές. Αυτοί οι παράγοντες οδηγούν τους περισσότερους ενδιαφερόμενους να στραφούν σε ανακαινισμένα ακίνητα, τα οποία καταγράφουν αυξημένη ζήτηση.
Παρότι η ανακαίνιση μπορεί να αυξήσει την αξία του ακινήτου έως και 20%, η όλη διαδικασία απαιτεί σημαντική προσοχή. Τα παλαιά ακίνητα παρουσιάζουν συχνά προβλήματα, όπως ξεπερασμένες υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, κακή μόνωση και ανάγκες για ενεργειακή αναβάθμιση, γεγονός που αυξάνει το κόστος και την πολυπλοκότητα της ανακαίνισης. Ωστόσο, σε περιοχές με υψηλή ζήτηση, όπως το ιστορικό κέντρο της Αθήνας και τα νότια προάστια, τα παλαιά ακίνητα εξακολουθούν να θεωρούνται επενδυτική ευκαιρία, παρά τις προκλήσεις.
→ Διαβάστε επίσης: Ακίνητα: Τα 4 προγράμματα ενεργειακής και λειτουργικής αναβάθμισης κατοικιών που «τρέχουν» αυτή την περίοδο
Τάσεις στην Αθήνα και την περιφέρεια
Στην Αθήνα, το κόστος ανά τετραγωνικό μέτρο κυμαίνεται από 1.700 έως 1.800 ευρώ, ακόμη και σε περιοχές που παραδοσιακά θεωρούνταν προσιτές, όπως τα Πατήσια, η Κυψέλη και ο Κολωνός. Αυτή η άνοδος τιμών ωθεί τους αγοραστές να εξετάζουν εναλλακτικές στην περιφέρεια, όπου οι τιμές είναι πιο οικονομικές. Περιοχές όπως η Πελοπόννησος, η Εύβοια και η Κρήτη προσελκύουν όλο και περισσότερους επενδυτές, καθώς προσφέρουν καλύτερη σχέση τιμής και ποιότητας ζωής.
Η ζήτηση στην περιφέρεια είναι έντονη, με πολλούς αγοραστές να αναζητούν ακίνητα για μόνιμη κατοικία ή εξοχικά. Παράλληλα, η αυξημένη διαθεσιμότητα γης και οι χαμηλότερες τιμές σε σύγκριση με τα μεγάλα αστικά κέντρα δημιουργούν προϋποθέσεις για ανάπτυξη.
Ένα χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής κτηματαγοράς είναι η προτίμηση για συναλλαγές με μετρητά. Περίπου το 80% των αγοραπωλησιών πραγματοποιείται χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση, διαφοροποιώντας την τρέχουσα αγορά από την προ κρίσης περίοδο, όπου οι περισσότερες συναλλαγές βασίζονταν σε δάνεια.
Οι Έλληνες αγοραστές διακρίνονται σε δύο βασικές ομάδες: οι νεότεροι ηλικίας 40-45 ετών, που χρηματοδοτούν τις αγορές τους κυρίως από προσωπικούς πόρους και οικογενειακή υποστήριξη, και οι μεγαλύτεροι ηλικίας 55-60 ετών, που χρησιμοποιούν αποταμιεύσεις ή κληρονομιές, κυρίως για την αγορά εξοχικών κατοικιών.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!