Το πρόγραμμα «Next Generation EU» (NGEU) και ειδικότερα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανταγωνιστικότητας (RRF), που αφορούν στην περίοδο 2021-2026, αναμένεται ότι θα έχουν χαμηλότερο θετικό αντίκτυπο στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης μακροπρόθεσμα σε σχέση με προηγούμενες εκτιμήσεις, λόγω του πληθωριστικού σοκ, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Η επίδρασή του στον πληθωρισμό θα είναι σχετικά περιορισμένη, αλλά θα συμβάλει στη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στις περισσότερο ωφελημένες χώρες του προγράμματος.
Η μελέτη δείχνει ότι οι δημόσιες δαπάνες και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που συνδέονται με το NGEU, μπορούν να αυξήσουν το ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,4% έως 0,9% έως το 2026 και κατά 0,8% έως 1,2% έως το 2031.
Το σχετικά μεγάλο εύρος των εκτιμήσεων αντανακλά την υφιστάμενη αβεβαιότητα σχετικά με βασικές παραδοχές που γίνονται από τους οικονομολόγους της ΕΚΤ, κυρίως από το αν οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν πλήρως και αποτελεσματικά.
Ο αναμενόμενος θετικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ πιθανότατα θα υπάρξει αργότερα από ό,τι αναμενόταν αρχικά, με τις δαπάνες του RRF να έχουν μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό στο δεύτερο μισό του προγράμματος.
Σημαντική υποεκτέλεση στα μισά του προγράμματος
Στο πρώτο μισό, δηλαδή την περίοδο 2021-2023, υπήρξε σημαντικά χαμηλότερη υλοποίηση των επενδύσεων σε σχέση με αρχικά σχέδια των περισσότερων χωρών. Αυτό αφορά τόσο τις χώρες που δικαιούνται μεγάλη χρηματοδότηση από το πρόγραμμα όσο και αυτές με χαμηλότερη.
Οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης δεν έχουν εκπληρώσει ακόμη τα περισσότερα ή και κανένα από τις δεσμεύσεις τους για σχετικές με το RRF μεταρρυθμίσεις.
Το ποσοστό των σχετικών με τις μεταρρυθμίσεις ορόσημων και στόχων που έχουν υλοποιηθεί είναι πολύ χαμηλότερο από το 50% σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης. Σημειώνεται ότι όλα τα ορόσημα και στόχοι θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί έως τις 31 Αυγούστου 2026, σύμφωνα με τον κανονισμό του Ταμείου Ανάκαμψης.
Μόνο για λίγες χώρες έχει διαπιστωθεί από την Κομισιόν ότι έχουν εφαρμόσει πάνω από το 50% αυτών των ορόσημων και στόχων.
Όπως φαίνεται από το διάγραμμα, η Ελλάδα έχει υλοποιήσει κοντά στο 30% των μεταρρυθμίσεων, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών - μελών, ενώ οι επενδύσεις που έχουν υλοποιηθεί αντιστοιχούν περίπου στο 20% των προβλεπόμενων.
Οι λόγοι για την υποεκτέλεση
Δύο είναι οι λόγοι για αυτή την υποεκτέλεση του προγράμματος:
- Τα όρια στην ικανότητα των διοικητικών Αρχών για πραγματοποίηση δαπανών και
- Στη διαδοχική σειρά σοκ, τα οποία οδήγησαν σε στενότητα στην προσφορά και μείωση της κλίμακας των προμηθειών λόγω του υψηλότερου από τον προβλεπόμενο πληθωρισμό, ο οποίος έχει μειώσει και την πραγματική αξία των πόρων του ευρωπαϊκού προγράμματος.
Η εκτίμηση της ΕΚΤ είναι ότι η υλοποίηση του την πρώτη τριετία αύξησε το ΑΕΠ της Ευρωζώνης μόνο κατά 0,1% έως 0,2%, πολύ λιγότερο από το 0,5% που είχε εκτιμηθεί αρχικά, με βάση την υπόθεση της πλήρους εφαρμογής των σχεδίων και της απουσίας του πληθωριστικού σοκ.
«Εν όψει των προκλήσεων αυτών, υπάρχει κίνδυνος η αποτελεσματικότητα του RRF να μειωθεί από την ατελή ή αναποτελεσματική υλοποίηση», αναφέρουν οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ.
«Οι συστάσεις το 2024, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καλούν πολλές χώρες να επιταχύνουν την υλοποίηση των Προγραμμάτων Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητάς τους. Οι χώρες – μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι η επιτάχυνση της υλοποίησης δεν θα γίνει εις βάρος της ποιότητας των εφαρμοζόμενων μέτρων», προσθέτουν.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!