Η χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και την Ιταλία τον Αύγουστο ήταν 12 φορές υψηλότερη από ό,τι στις σκανδιναβικές χώρες και ξεπέρασε ακόμη και άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης που βίωναν καύσωνα, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters.
Tο διεθνές ειδησεογραφικό μέσο αντλεί ένα παράδειγμα από έναν Έλληνα επιχειρηματία που διατηρεί την επιχείρησή του στην Πλάκα, ο οποίος, όπως λέει, έχει να αντιμετωπίσει τους νέους εκτοξευμένους λογαριασμούς ρεύματος που του μειώνουν τα κέρδη και τον αναγκάζουν να αυξήσει τις τιμές.
Όπως δηλώνει ο επιχειρηματίας, πληρώνει μεταξύ 3.000 και 3.800 ευρώ το μήνα για ρεύμα, ποσό αυξημένο κατά 40% από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022 και προκάλεσε την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη. Το ηλεκτρικό ρεύμα αντιπροσώπευε μόλις το 3% του μηνιαίου τζίρου, αλλά τώρα φτάνει περίπου το 15%, όπως είπε.
«Η συνεχής αύξηση των τιμών, ειδικά στον τομέα του τουρισμού... θα οδηγήσει την Ελλάδα να γίνει λιγότερο ανταγωνιστική σε σύγκριση με άλλες μεσογειακές χώρες», δήλωσε από το εστιατόριό του στη γραφική γειτονιά της Πλάκας.
Η κατάσταση αυτή ισχύει σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης από τότε που ο πόλεμος στην Ουκρανία διέκοψε τις ροές ρωσικού φυσικού αερίου προς τη Γηραιά Ηπειρο και ανάγκασε χώρες όπως η Ελλάδα να αναζητήσουν ακριβότερες εναλλακτικές λύσεις.
Η νοτιοανατολική Ευρώπη έχει νιώσει τον αντίκτυπο της ενεργειακής κρίσης πολύ περισσότερο από τη βορειοδυτική. Οι ειδικοί λένε ότι αυτό το χάσμα θα διευρυνθεί περισσότερο τον χειμώνα και θα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη.
Η υψηλότερη δαπάνη
Από το 2021, η Ελλάδα έχει δαπανήσει 11 δισ. ευρώ σε ενεργειακές επιδοτήσεις για να προστατεύσει τους καταναλωτές. Το 2022, το ποσό αυτό έφτασε το 5,3% του ΑΕΠ – το υψηλότερο στην ΕΕ και διπλάσιο από αυτό της δεύτερης Ιταλίας, σύμφωνα με τη γαλλική εταιρεία ενεργειακών συμβούλων Enerdata.
Παρά τις προσπάθειες της Αθήνας να προστατεύσει τους πολίτες από τις αυξήσεις κόστους ενέργειας, η κατάσταση έχει επιδεινώσει την κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα, μετά την κρίση χρέους του 2009-18 που μείωσε μισθούς, συντάξεις και επενδύσεις σε παραγωγή ενέργειας και μεταφορές.
«Η αύξηση των τιμών ενέργειας και ο αρνητικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ είναι μια ταυτολογία», δήλωσε ο Νίκος Μάγκινας, ανώτερος οικονομολόγος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
«Οι αυξημένες τιμές έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση των νοικοκυριών και στη δομή κόστους των βιομηχανιών, των αεροπορικών εταιρειών και της ναυτιλίας.»
Μεγάλο μέρος της διαφοράς μεταξύ νοτιοανατολικής Ευρώπης και των γειτόνων της οφείλεται στις επενδύσεις. Ενώ η βορειοδυτική Ευρώπη διαθέτει δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που επιτρέπουν την εύκολη μεταφορά ενέργειας μεταξύ χωρών, καθώς και ισχυρή χρήση ανανεώσιμων πηγών, μεγάλο μέρος της νοτιοανατολικής Ευρώπης παραμένει κατακερματισμένο και απομονωμένο.
Η αποθήκευση ενέργειας, η οποία γίνεται όλο και πιο σημαντική στις βόρειες χώρες της Ευρώπης, είναι ανύπαρκτη σε τμήματα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η Γερμανία έχει 1.668 μεγαβάτ (MW) μεγάλης κλίμακας αποθηκευτικής ικανότητας, έναντι μηδενικής στη ηπειρωτική Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας συμβούλων LCP Delta με έδρα το Εδιμβούργο.
«Η νοτιοανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια υστερούν σε ηλεκτρικές διασυνδέσεις. Όταν υπάρχει έλλειψη ενέργειας και χαμηλή παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές, δυσκολεύονται να εισάγουν τις απαραίτητες ποσότητες», δήλωσε ο Χένινγκ Γκλόιστεϊν, επικεφαλής ενέργειας, κλίματος και πόρων στην Eurasia Group.
Πρέπει να γίνουν περισσότερα
Το ενεργειακό δίκτυο της Ευρώπης είναι, κατά πολλούς τρόπους, μια μεγάλη επιτυχία. Το 2022, η Γαλλία αύξησε τις εισαγωγές από τη Γερμανία όταν μειώθηκε η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.
Όμως, για κάποιους, χρειάζονται περισσότερες ενέργειες. Μετά την εκτίναξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε μια επιστολή στην Κομισιόν ζητώντας λύση για τις «απαράδεκτες» διαφορές στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την Ευρώπη.
Η Ελλάδα δεν είναι μόνη. Μεγάλο μέρος των Βαλκανίων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα και το περιφερειακό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας είναι αδύναμο.
Χωρίς επαρκή διασυνοριακή ολοκλήρωση ή αποθήκευση, μερικές φορές υπάρχει υπερβολική ενέργεια για μια αγορά, αναγκάζοντας τους παραγωγούς να περιορίσουν την προσφορά.
«Αν ο στόχος είναι η μείωση των τιμών, ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή της πυρηνικής ενέργειας», δήλωσε ο Φάμπιαν Ρόνινγκεν, αναλυτής στην εταιρεία συμβούλων Rystad Energy.
Παρόλο που η Ελλάδα δεν διαθέτει πυρηνικούς σταθμούς, ο Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ενέργειας, είναι αισιόδοξος, επισημαίνοντας την αύξηση της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές και δύο νέες μονάδες φυσικού αερίου που θα λειτουργήσουν φέτος.
«Οι τιμές χονδρικής θα μειωθούν σταδιακά (...) και αυτό σίγουρα θα περάσει κάποια στιγμή στους καταναλωτές», δήλωσε.
Ωστόσο, οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν επιφυλακτικοί. «Είμαστε στα πρόθυρα να γίνουμε μια οικονομικά προβληματική οικογένεια», είπε ο Ταξιάρχης Φέκας. «Η κυβέρνηση πρέπει να δώσει προσοχή».
Με πληροφορίες από Reuters