Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Αμερικανός οικονομολόγος, Αλεξάντερ Χάμιλτον, έγραψε ότι «το δημόσιο χρέος θα είναι εθνική ευλογία, αν δεν είναι υπερβολικό».
Σήμερα, με το αμερικανικό δημόσιο χρέος να ξεπερνά τα 34 τρις. δολάρια και τον λόγο του προς το ΑΕΠ να κυμαίνεται περί το 120%, δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν είναι υπερβολικό.
Αντίθετα, οι καμπάνες συναγερμού άρχισαν να χτυπούν όλο και πιο συχνά και με μεγαλύτερη ένταση, με αποκορύφωμα την περσινή υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch.
Ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, Τζέιμι Ντίμον, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μία εξέγερση της παγκόσμιας αγοράς εξαιτίας του χρέους που συσσωρεύει, ενώ ο διευθύνων σύμβουλος της Bank of America, Μπράιαν Μόινιχαν, θεωρεί ότι ήρθε η ώρα να σταματήσει ο θαυμασμός για το πρόβλημα και ότι πρέπει να γίνει κάτι για να μειωθεί το χρέος.
Ο Νασίμ Ταλέμπ, συγγραφέας του βιβλίου «ο μαύρος κύκνος», λέει ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε ένα «σπιράλ θανάτου», ενώ ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, λέει ότι θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει μία συζήτηση για τη δημοσιονομική υπευθυνότητα.
Παρά το γεγονός ότι για τον πρώην πρόεδρο της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Πολ Ράιαν, το χρέος είναι η πιο προβλέψιμη κρίση για τις ΗΠΑ, μία εκτίμηση με την οποία συμφωνεί ο Ντίμον, το θέμα που δεν βρίσκεται ακόμη στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας.
Ποιοι πρόεδροι αύξησαν περισσότερο το χρέος
Οι Αμερικανοί πρόεδροι που αύξησαν περισσότερο το χρέος ως ποσοστό ήταν ο Φράνκλιν Ρούζβλετ (Δημοκρατικός), ο οποίος πάντως ήταν στον Λευκό Οίκο την περίοδο της μεγάλης κρίσης και στη συνέχεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθούμενος από τον Γούντροου Ουίλσον ( επίσης Δημοκρατικός) και τον Ρόναλντ Ρίγκαν (Ρεπουμπλικάνος) στη 10ετία του 1980.
Το αμερικανικό κοινό έχει πάντως ευαισθητοποιηθεί για το θέμα του χρέους και ζητά να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό του. Πέρυσι, η Pew Research διαπίστωσε ότι η μείωση του δημόσιου χρέους αποτελούσε βασικό μέλημα για το 57% των 5.152 ατόμων που συμμετείχαν στην έρευνα από 45% μόλις ένα χρόνο πριν.
Για κάθε Αμερικανό αντιστοιχεί σήμερα χρέος πάνω από 100.000 δολάρια, αλλά κατά πόσο πράγματι πρέπει να ανησυχούν;
Οι συνέπειες
Πώς θα επηρεάσει την τσέπη τους, το κόστος ζωής τους και τα αποταμιευτικά τους σχέδια; Οι απαντήσεις διαφέρουν αρκετά, με βάση όσα είπαν ειδικοί για το θέμα στο Fortune.
Για το γνωστό ίδρυμα Peterson, για τον οποίο το αυξανόμενο δημόσιο χρέος αποτελεί μία από τις κορυφαίες ανησυχίες του, το ζήτημα είναι αρκετά μεγάλο. Τα στελέχη του πιστεύουν ότι το χρέος θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των δημόσιων δαπανών, σε απώλεια εμπιστοσύνης των ιδιωτών επενδυτών στην αμερικανική οικονομία, σε συρρίκνωση της ευημερίας για τις αμερικανικές οικογένειες λόγω της επιδείνωσης των αγορών κατοικίας και εργασίας και σε απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Η Λόρα Βέντκαμπ, καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Columbia, έχει μια λιγότερο απαισιόδοξη άποψη. «Αν οι ΗΠΑ ήταν ένα νοικοκυριό, θα μπορούσαμε να μετρήσουμε το χρέος τους με βάση την αναλογία χρέους προς εισόδημα. Το χρέος είναι περίπου 1,3 φορές το εθνικό εισόδημα (ΑΕΠ)… Η πληρωμή κάθε χρόνο για τους τόκους του ομοσπονδιακού χρέους είναι περίπου 4% του χρέους. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να πληρώνει περίπου 5,2% του ΑΕΠ σε δαπάνες για τόκους», σημείωσε.
«Τα ομοσπονδιακά φορολογικά έσοδα είναι περίπου 18% του ΑΕΠ. Έτσι, οι πληρωμές για το χρέος είναι λιγότερο από το ένα τρίτο του εισοδήματος. Αν επρόκειτο για ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση, δεν θα το χαρακτηρίζαμε ως εξαιρετικά υπερχρεωμένο», πρόσθεσε.
Το πιο κρίσιμο ζήτημα, είπε, είναι κατά πόσον χρέος συσσωρεύεται υπεύθυνα και θα οδηγήσει σε θετική απόδοση στο μέλλον. «Αντί να εστιάζουμε στο επίπεδο του χρέους, θα πρέπει να ρωτάμε: Ποια είναι η απόδοση της επένδυσης. Εάν η κυβέρνηση εκδίδει χρέος για να επενδύσει σε έργα υψηλής απόδοσης, τότε το χρέος είναι καλό. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε το χρέος θα είναι δύσκολο να αποπληρωθεί λόγω της χαμηλής μελλοντικής παραγωγικότητας», σημείωσε.
Εδώ είναι που ο Ντίμον ανησυχεί, αναρωτώμενος αν σε μια οικονομία που επιβραδύνεται, μπορεί η κυβέρνηση να περιμένει να δει μια αύξηση της παραγωγής που θα καλύψει τις αυξημένες δαπάνες για το χρέος.
Μπορεί να επηρεαστεί η αγορά κατοικίας;
Ο στεγαστικός τομέας, οι κατασκευές, τα αυτοκίνητα και οποιοσδήποτε άλλος ευαίσθητος στα επιτόκια τομέας θα επηρεαστεί δυσανάλογα από μια προσπάθεια εξισορρόπησης του δημόσιου χρέους, δήλωσε στο Fortune ο William Gale του Ινστιτούτου Brookings.
«Το υψηλότερο δημόσιο χρέος θα τείνει να αυξήσει τα επιτόκια», δήλωσε ο συγγραφέας του βιβλίου Fiscal Therapy: Curing America's Addiction to Debt and Investing in the Future (Θεραπεία του εθισμού της Αμερικής στο χρέος και επένδυση στο μέλλον).
«Αν η κυβέρνηση δημιουργεί χρέος, αυτό πρέπει να χρηματοδοτηθεί με κάποιον τρόπο - με φόρους ή τύπωμα χρήματος. Αν το χρέος ξεφύγει από τον έλεγχο, το τύπωμα χρήματος ιστορικά ήταν η λανθασμένη λύση, καθώς είναι ευκολότερο να εκδοθεί χρήμα από το να αυξηθούν οι φόροι, αλλά συχνά αυτό είναι πιο καταστροφικό μακροπρόθεσμα», είπε ο Gale.
Οποιαδήποτε άνοδος των επιτοκίων θα προκαλέσει σοκ στις νεότερες γενιές που θα θέλουν να αποκτήσουν στέγη τις επόμενες δεκαετίες, πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον τελευταίο δείκτη της Εθνικής Ένωσης Μεσιτών, το μέσο οικογενειακό εισόδημα στις ΗΠΑ είναι 99.432 δολάρια, ενώ το μέσο ποσό που απαιτείται για να πληροί κανείς τις προϋποθέσεις για την αγορά κατοικίας είναι 105.504 δολάρια.
Θα επηρεαστεί η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ;
Αυτός είναι ένας μακροχρόνιος φόβος από τους ειδικούς του τομέα. Πριν από περισσότερο από μια δεκαετία, όταν το εθνικό χρέος ήταν στα 19 τρισεκατομμύρια δολάρια, ο πρώην πρόεδρος του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου, ναύαρχος Μάικ Μιούλεν, δήλωσε ότι το χρέος ήταν η κορυφαία απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Ράιαν δήλωσε τον Ιανουάριο στο Bipartisan Policy Centre ότι σε λίγο καιρό η κυβέρνηση θα ξοδεύει περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους της από ό,τι για επενδύσεις στο Πεντάγωνο.
«Πρόκειται για την ασφάλεια του κόσμου. Χρειαζόμαστε έναν ισχυρότερο στρατό, χρειαζόμαστε μια ισχυρότερη Αμερική. Το χρειαζόμαστε τώρα. Οπότε το θέτω αυτό ως κάτι επικίνδυνο για όλους μας», πρόσθεσε.
Δεν θα μπορεί να συνεχιστούν οι δαπάνες;
Δεν θα μπορούσε η κυβέρνηση απλά να συνεχίσει να ξοδεύει; Εάν η κυβέρνηση έχει συσσωρεύσει αυτό το επίπεδο χρέους και η οικονομία εξακολουθεί να επιβιώνει -άλλωστε, ο πληθωρισμός είναι μειωμένος, οι θέσεις εργασίας είναι σταθερές, οι καταναλωτές είναι σε "αξιοπρεπή κατάσταση"- κάποιοι θα μπορούσαν να αναρωτηθούν γιατί οι πολιτικοί δεν μπορούν να συνεχίσουν να ξοδεύουν.
Υπάρχουν μερικά ζητήματα με αυτό.Το πρώτο είναι γνωστό: η κυβέρνηση υπόκειται σε ένα περιορισμό για το ανώτατο όριο χρέους, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου για να το αυξήσει ή να το παρατείνει.
Αυτό είναι ένα αρκετά τακτικό φαινόμενο - έχει συμβεί 78 φορές από το 1960 - ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις έφτασαν έως την τελευταία στιγμή το περασμένο καλοκαίρι, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι πίεσαν σκληρά για να αποσπάσουν δεσμεύσεις της κυβέρνησης του Προέδρου Μπάιντεν να περιορίσει τις δαπάνες.
Όταν το θέμα επανέλθει αμέσως μετά τις εκλογές του 2024, μια συμφωνία μπορεί να είναι πιο δύσκολη.Το άλλο ζήτημα είναι ότι, κάποια στιγμή, οι επενδυτές μπορεί να μην θέλουν πλέον να αγοράζουν κρατικό χρέος εάν φοβούνται ότι η κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να το αποπληρώσει.
Αυτή είναι μια πρωταρχική ανησυχία για τον Joao Gomes, αντιπρύτανη έρευνας και καθηγητή χρηματοοικονομικής στη Σχολή Wharton του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια.
«Το πιο σημαντικό πράγμα σχετικά με το χρέος για μένα που πρέπει να έχουν κατά νου οι άνθρωποι είναι ότι χρειάζεται κάποιος να το αγοράσει. Παλαιότερα μπορούσαμε να βασιστούμε στην Κίνα, τους Ιάπωνες επενδυτές, τη Fed για να [αγοράσουν το χρέος.] Όλοι αυτοί οι παίκτες σιγά σιγά απομακρύνονται και στην πραγματικότητα τώρα πωλούν», είπε ο Gomes.
Η ικανότητα της Αμερικής να πληρώνει τα χρέη της είναι μια ανησυχία για τις χώρες σε όλο τον κόσμο που έχουν αγοράσει ένα σημαντικό κομμάτι του χρέους της, περίπου 7,6 τρις. δολάρια.
Πιο εκτεθειμένες είναι η Ιαπωνία, η οποία κατείχε 1,1 τρις. δολάρια τον Νοέμβριο του 2023, η Κίνα (782 δις, δολάρια), το Ηνωμένο Βασίλειο (716 δις. δολάρια), το Λουξεμβούργο (371 δις. δολάρια) και ο Καναδάς (321 δις. δολάρια).
Αν κάποια στιγμή αυτοί οι άνθρωποι που μέχρι τώρα ήταν ευτυχείς να αγοράζουν κρατικό χρέος από μεγάλες οικονομίες αποφασίσουν να ζητήσουν υψηλότερο επιτόκιο, «τότε θα μπορούσαμε να έχουμε ένα πραγματικό ατύχημα», σημείωσε ο Γκόμες.
Και πρόσθεσε: «Τη στιγμή που η κυβέρνηση σε οποιαδήποτε χώρα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να πουλήσει πλέον χρέος ύψους 1,7 τρις. δολαρίων (ετησίως), θα πρέπει να επιβάλει σημαντικές περικοπές σε ορισμένα προγράμματα. Αυτό ανοίγει το κουτί της Πανδώρας της κοινωνικής αναταραχής που δεν νομίζω ότι κανείς θέλει να σκεφτεί».
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!