Χαμηλότερες αναμένονται οι αυξήσεις μισθών στην Ευρωζώνη φέτος, σύμφωνα με εκτιμήσεις μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, κάτι που θα διευκολύνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προχωρήσει στην πρώτη μείωση των επιτοκίων έως τον Ιούνιο.
Από έρευνα της ΕΚΤ που έγινε τον Ιανουάριο σε 70 κορυφαίες επιχειρήσεις της Ευρωζώνης προκύπτει η εκτίμηση για μέση μισθολογική αύξηση 4,4% φέτος έναντι 5,3% το 2023. Οι περισσότερες από τις εταιρείες που ρωτήθηκαν, θεωρούσαν ότι η μείωση του πληθωρισμού και οι υποτονικές προοπτικές ζήτησης συμβάλλουν σε μία συγκράτηση, ή ακόμη και ομαλοποίηση, των αυξήσεων στους μισθούς.
Πολλές από τις επιχειρήσεις, πάντως, εξακολουθούσαν να θεωρούν σφιχτή την αγορά εργασίας, λόγω της έλλειψης προσφοράς εργασίας σε πολλά επαγγέλματα και γεωγραφικές περιοχές, ενώ άλλες είπαν ότι κάλυπταν ευκολότερα από τα προηγούμενα τρίμηνα τις κενές θέσεις εργασίας.
Βεβαίως, το πόσο θα είναι πραγματικά η μέση αύξηση το 2024 θα το μάθουμε πολύ αργότερα καθώς οι συλλογικές συμβάσεις υπογράφονται στη διάρκεια του έτους και αφορούν πολλαπλάσιους εργαζόμενους από αυτούς που απασχολούνται στις επιχειρήσεις που απάντησαν στην έρευνα της ΕΚΤ.
Τέλη Απριλίου θα υπάρχει μία καλή εικόνα
Η κεντρική τράπεζα θεωρεί ότι έως τα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου θα έχει μία ικανοποιητική εικόνα καθώς στο πρώτο τετράμηνο του 2024 θα υπογραφεί μεγάλος αριθμός συλλογικών συμβάσεων εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης που καλύπτει περίπου το 40% των εργαζομένων.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η ηγεσία της ΕΚΤ δεν φαίνεται να επιθυμεί, τουλάχιστον επί του παρόντος, να προχωρήσει στην πρώτη μείωση των επιτοκίων πριν τον Ιούνιο. Καθώς οι μισθολογικές αυξήσεις αποτελούν μία βασική παράμετρο που καθορίζει τον πληθωρισμό, η σκέψη, που έχει εκφρασθεί και επίσημα από την Κριστίν Λαγκάρντ, είναι ότι θα πρέπει πρώτα να εξασφαλισθεί πως δεν θα υπάρξουν εκπλήξεις από το μέτωπο των μισθολογικών μισθών, οι οποίες δεν θα ήταν συμβατές με την επάνοδο του πληθωρισμού στον στόχο του 2%.
Συμβατές με τον στόχο αυξήσεις 4%-5%
Αν, πάντως, οι αυξήσεις μισθών κινηθούν μεταξύ 4% και 5%, η τροχιά αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού αναμένεται να συνεχισθεί, εφόσον βέβαια οι επιχειρήσεις δεν αυξήσουν ξανά τα περιθώρια κέρδους τους, όπως έκαναν κατά κόρο την περασμένη διετία, αλλά θα τα μειώσουν και λίγο.
Από την έρευνα της ΕΚΤ προκύπτει πως σε τομείς, όπου η ζήτηση είναι περιορισμένη, όπως σε πολλούς κλάδους της βιομηχανίας, οι επιχειρήσεις έχουν είτε σταθεροποιήσει είτε περιορίσει πολύ τις αυξήσεις τιμών, με τη βοήθεια βέβαια της συγκράτησης του μη μισθολογικού κόστους τους, όπως το κόστος ενέργειας και πρώτων υλών.
Η αύξηση των ναύλων λόγω της αναταραχής στην Ερυθρά Θάλασσα είναι ένας παράγοντας που πιέζει το κόστος για αρκετές επιχειρήσεις, αλλά όπως είπαν στην έρευνα της ΕΚΤ δεν θεωρούν ότι θα φθάσει στα επίπεδα που διαμορφώνονταν την περίοδο του κορονοϊού.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!