Μέσα σε δέκα χρόνια εξουσίας, ο Σι Ζινπίνγκ κατάφερε να δρομολογήσει σημαντικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας της κινεζικής κοινωνίας και οικονομίας, άλλες προς το καλό και άλλες όχι, που οδήγησαν πολλούς αναλυτές να τον θεωρούν ως τον πιο ισχυρό ηγέτη που ανέδειξε η χώρα μετά τον αρχιτέκτονα της σύγχρονης Κίνας, Ντενγκ Σιάοπινγκ.
Αυτό βέβαια δεν φαίνεται πως ήταν αρκετό για τον φιλόδοξο 69χρονο πολιτικό. Θέλει να ξεπεράσει τον θρυλικό ηγέτη και οι εργασίες του φετινού Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου, που ξεκινούν την Κυριακή, θα τον βοηθήσουν προς την κατεύθυνση αυτή δίδοντας του τη δυνατότητα να μετατραπεί ουσιαστικά σε… διά βίου ηγέτης.
Δια... βίου ηγέτης
Πραγματικά, το κυριότερο θέμα της ατζέντας του εξαήμερου 20ου Κογκρέσου, στα 101 χρόνια ιστορίας του, είναι η τροποποίηση (για να μην πούμε κατάργηση) του πολύχρονου κανονισμού που περιορίζει τη θητεία του εκάστοτε προέδρου σε δέκα χρόνια, ήτοι δύο πενταετίες.
Σε μια αριστοτεχνικά σχεδιασμένη ιστορική ανατροπή, οι 2.296 σύνεδροι, η πλειονότητα των οποίων έχουν διοριστεί φυσικά από τον ίδιο τον Σι, θα ανανεώσουν τη θητεία του ως επικεφαλής του κόμματος, του στρατού και της χώρας για άλλα πέντε χρόνια, με τρόπο που ουσιαστικά «ανοίγει» παράθυρο για την μόνιμη παραμονή του στην εξουσία, για όσο φυσικά θέλει και μπορεί.
Σε μια δυτική, δημοκρατική χώρα, μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συνταγματική εκτροπή. Όμως, για τα δεδομένα της Κίνας τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί είναι τουλάχιστον αστείοι. Έχοντας εδραιώσει πλήρως την κυριαρχία του, σε βαθμό που οι αμέσως προηγούμενοι προκάτοχοι του δεν τολμούσαν ούτε καν να ονειρευτούν, ο Σι θα βάλει πλώρη για να ολοκληρώσει το όραμα του για την Κίνα και την επιβεβαίωση του γεωστρατηγικού και οικονομικού της ρόλου στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Η κινεζική απειλή
Δεν είναι ίσως τυχαίο πως ο Λευκός Οίκος, κατά την αναθεώρηση του δόγματος εθνικής ασφάλειας που ανακοίνωσε την Τετάρτη, την πρώτη επί των ημερών του Τζο Μπάιντεν, έχρισε την Κίνα και όχι τη Ρωσία ως τη νούμερο ένα απειλή για τις ΗΠΑ και την πιθανή ανατροπή της παγκόσμιας τάξης. Ούτε καν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος που συνεχίζει να μαίνεται στο ευρωπαϊκό έδαφος, ο πρώτος από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δεν έπεισαν τον Λευκό Οίκο για το βαθμό επικινδυνότητας της Μόσχας του Βλαντίμιρ Πούτιν. Οι πολιτικές, οικονομικές, εμπορικές ακόμη και τεχνολογικές φιλοδοξίες της Κίνας που «πιέζουν» την αμερικανική υπεροχή κρίθηκαν ως πιο σοβαρές και απειλητικές. Και αυτό λέει από μόνο του πολλά για τον αέναο ανταγωνισμό μεταξύ των τριών (υπερ)δυνάμεων.
Στο σημείο αυτό να θυμίσουμε πως πέρυσι, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, επικύρωσε νομοθεσία που του επιτρέπει να θέσει υποψηφιότητα για τη ρωσική προεδρία άλλες δυο φορές και άρα να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2036(!), όταν δηλαδή θα είναι 83 ετών. Κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί επίσης και ως… διά βίου προεδρία.
Οι εσωτερικές ισορροπίες
Ο Σι Ζινπίνγκ, από την πλευρά του, δεν έχει «κλειδώσει» ακόμη τη διακυβέρνηση του για τόσο πολύ, όμως μάλλον κάτι ανάλογο έχει υπόψη του. Και αυτό πιθανότατα θα φανεί από το αν θα θελήσει -που μάλλον δεν θα θελήσει- να δρομολογήσει στο συνέδριο μια τροποποίηση του πανίσχυρου Πολιτικού Γραφείου και της Μόνιμης Επιτροπής με τρόπο που ενδεχομένως να αναδεικνύει την επόμενη και νεότερη γενιά ηγετικών στελεχών και δη, τον πιθανό διάδοχο του. Κάτι που απέφυγε να κάνει στο Κογκρέσο του 2017, χωρίς τότε η Δύση να έχει αντιληφθεί ακόμη το γιατί…
Σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει σημασία δεν είναι τα πρόσωπα, όσο κυρίως οι πολιτικές. Το Κογκρέσο, με τον Σι να κινεί τα νήματα, θα καταγράψει και θα αναπτύξει τις νέες προκλήσεις της χώρας και τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές που θα ακολουθήσει για όλα τα θέματα, με τα φώτα της δημοσιότητας να επικεντρώνονται προφανώς στην οικονομία (και επιμέρους την κρίση στην αγορά ακινήτων), τη διογκούμενη δημογραφική κρίση, την πανδημία και βέβαια τις διεθνείς σχέσεις και το ακανθώδες ζήτημα της Ταϊβάν.
Το παιχνίδι θα κριθεί... στην οικονομία
Το timing ειδικά στο οικονομικό μέτωπο δεν μοιάζει ιδανικό, όχι τουλάχιστον για τη διασφάλιση της παρακαταθήκης που θα ήθελε να αφήσει πίσω του ο Σι.
Μετά από δεκαετίες δυναμικής ανάπτυξης, η κινεζική οικονομική μηχανή παρουσιάζει προβλήματα, που φωτίστηκαν και ενδυναμώθηκαν από την πανδημία και τα lockdown, με αποτέλεσμα η πρόθεση του Σι να πετύχει, όχι απλά μια αύξηση των εισοδημάτων και της απασχόλησης για τους συμπατριώτες του, αλλά κυρίως μια λιγότερο άνιση διανομή του πλούτου, να μην φαίνεται εύκολα εφικτή. Ήδη το είχε υποσχεθεί στο προηγούμενο Κογκρέσο, χωρίς να έχει σήμερα να επιδείξει απτά αποτελέσματα και οι οιωνοί για τα επόμενα χρόνια δεν μοιάζουν καλύτεροι.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στη νέα έκθεση του, αναθεώρησε επί τα χείρω τις εκτιμήσεις του για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Και ανάμεσα στους κορυφαίους παράγοντες κινδύνου κατονόμασε την αποδυνάμωση της κινεζικής οικονομίας.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας πέρυσι έφτασαν το 8,1% και φέτος μετά βίας θα αγγίξουν το 3,2%, επίπεδα κάτι παραπάνω από χαμηλά για τα δεδομένα μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας, πόσο μάλλον της κινεζικής.
Για το 2023, το ΔΝΤ «βλέπει» ανάπτυξη στο επίσης χαμηλό 4,4%, με αξιοσημείωτο το γεγονός πως για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες οι ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας θα κινηθούν κάτω από τον ασιατικό μέσο όρο, που ενδεικτικά για τις χώρες του ASEAN, προβλέπεται στο 4,9%.
Σε μια δυτική χώρα, τέτοια νούμερα θα ήταν λόγος… παραίτησης και όχι ανανέωσης θητείας ενός προέδρου. Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως το πρακτικό πρόβλημα που θα έχει μπροστά του ο Σι θα είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμο.
Χρειάζονται ουσιαστικά μέτρα για την τόνωση της κατανάλωσης και η δρομολόγηση των μεταρρυθμίσεων που «πάγωσαν» με την πανδημία, ειδικά στην αγορά ακινήτων, ώστε η αγορά να «ανεβάσει» και πάλι στροφές και κυρίως να δρομολογηθεί η περίφημη αναδιανομή του πλούτου που ο Σι είχε υποσχεθεί. Αλλιώς το περίφημο σύνθημα της «κοινής ευημερίας» που έχει υποσχεθεί, ως κεντρικό σημείο του οράματος του, θα παραμείνει μόνο στα… χαρτιά αμαυρώνοντας την παρακαταθήκη του.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!