Η συμφωνία εξαγοράς της Versace από την Prada αναζωπυρώνει τις ελπίδες για τη δημιουργία ενός ισχυρού "Made in Italy" ομίλου πολυτελείας, σε μια εποχή που πολλές ιταλικές, οικογενειακές φίρμες κατέληξαν σε γαλλικά, ελβετικά ή αμερικανικά χέρια. Η κίνηση αυτή έρχεται καθώς αρκετές ιταλικές επιχειρήσεις υπεραποδίδουν, σε αντίθεση με τη γενικότερη επιβράδυνση του κλάδου.
Η συμφωνία, ύψους 1,375 δισεκατομμυρίων δολαρίων, επαναφέρει ένα από τα πιο εμβληματικά ιταλικά brands υπό ιταλικό έλεγχο, πέντε χρόνια μετά την πώλησή του στην αμερικανική Capri Holdings (τότε Michael Kors) έναντι 2,15 δισεκατομμυρίων δολαρίων (συμπεριλαμβανομένου χρέους).
Παρότι η Ιταλία αντιπροσωπεύει περίπου 50% με 55% της παγκόσμιας παραγωγής ειδών πολυτελείας, σύμφωνα με την Bain, της λείπει ένας όμιλος που να μπορεί να ανταγωνιστεί γαλλικούς κολοσσούς όπως οι LVMH και Kering (ιδιοκτήτρια της Gucci).
Η Prada, με έδρα το Μιλάνο, ελέγχεται από τη σχεδιάστρια Μιούτσια Πράντα και τον σύζυγό της Πατρίτσιο Μπερτελί, και είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ, με χρηματιστηριακή αξία περίπου 14 δισ. ευρώ. Αν και είναι η μεγαλύτερη ιταλική φίρμα πολυτελείας σε έσοδα, υπολείπεται σημαντικά σε αξία σε σχέση με τον γαλλικό κολοσσό LVMH.
Η εξαγορά της Versace ακολουθεί τον διορισμό του Αντρέα Γκουέρα ως CEO της Prada το 2023, με στόχο τη διαδοχή και την προετοιμασία του γιου των ιδρυτών, Λορέντζο Μπερτελί (CMO της εταιρείας), για την ανάληψη της ηγεσίας.
Φιλοδοξία για μια "Made in Italy" αυτοκρατορία
«Η φιλοδοξία της Prada να γίνει ο κορυφαίος ιταλικός όμιλος πολυτελείας είναι μια σημαντική κίνηση σε μια αγορά που κυριαρχείται από γαλλικούς παίκτες. Είναι ακριβώς αυτό που πολλοί Ιταλοί ήλπιζαν», δήλωσε ο σύμβουλος του κλάδου, Άχιμ Μπεργκ.
Ακόμα και με αυτή την εξαγορά, τα συνολικά έσοδα των πέντε μεγαλύτερων ιταλικών εισηγμένων ομίλων – Prada, Moncler, Ermenegildo Zegna, Brunello Cucinelli και Ferragamo – υπολείπονται κατά πολύ του γαλλικού Kering (περίπου 17 δισ. ευρώ το 2023, παρότι μειωμένα).
Ο ιδρυτής της Brunello Cucinelli, με το χαρακτηριστικό του ύφος, υπογράμμισε τις διαφορές νοοτροπίας μεταξύ Ιταλών και Γάλλων:
«Οι αγαπητοί μας Γάλλοι είναι εξαιρετικοί χρηματοδότες», είπε στο Milano Fashion Global Summit 2024.
«Αλλά εμείς οι Ιταλοί βλέπουμε τις 'μικρές-μεγάλες' επιχειρήσεις μας σαν παιδιά μας. Θέλουμε να τις φροντίσουμε και να τις κληροδοτήσουμε στην επόμενη γενιά».
Με το βλέμμα σε μελλοντικές κινήσεις
Ενώ οι γαλλικοί όμιλοι έχουν εξαγοράσει πολλές ιταλικές φίρμες, οι ιταλικές εταιρείες ήταν ως τώρα διστακτικές σε μεγάλες συμφωνίες. Ο Μπεργκ σχολίασε ότι η απόκτηση της Versace αποτελεί μια «πιο φιλόδοξη» προσπάθεια της Prada σε σχέση με τα παλαιότερα – και αποτυχημένα – πειράματά της με τα brands Helmut Lang και Jil Sander, τα οποία χαρακτήρισε ως «στρατηγικά λάθη» ο ίδιος ο Μπερτελί.
Οι Prada και Versace έχουν κοινή βάση το Μιλάνο, με τα κεντρικά γραφεία τους να απέχουν μόλις 4 χιλιόμετρα. Παράλληλα, η Moncler, η οποία απέκτησε το 2020 την Stone Island έναντι 1,15 δισ. ευρώ, φαίνεται να έχει τα οικονομικά μέσα για νέα deals, αν και το διαψεύδει επισήμως.
Η Jil Sander πλέον ανήκει στον ιταλικό όμιλο OTB του Ρέντσο Ρόσο (Diesel, Maison Margiela), ενώ η Kering απέκτησε το 30% της Valentino το 2023 και η LVMH συμμετείχε στην ιδιωτικοποίηση της Tod’s, αποκτώντας και μερίδιο στον βασικό μέτοχο της Moncler.
Στο βάθος, τα βλέμματα στρέφονται πλέον σε ονόματα όπως οι Armani και Dolce & Gabbana, από τις λίγες μεγάλες ιταλικές φίρμες που παραμένουν οικογενειακές και μη εισηγμένες. Η μελλοντική τους πορεία ενδέχεται να κρίνει το αν μπορεί πραγματικά να χτιστεί μια ιταλική υπερδύναμη μόδας που να ανταγωνιστεί το Παρίσι.
Με πληροφορίες από Reuters