Ενισχυμένη βλέπει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope τη δυναμική για μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία, που είναι αναγκαίες για να αντιμετωπίσει την ύφεση στην οικονομία της και την ενίσχυση της αμυντικής ασφάλειας της Ευρώπης, παρά το ότι η άρση του συνταγματικά κατοχυρωμένου φρένου χρέους θα αποτελέσει πρόκληση.
Η θετική εκτίμηση του οίκου βασίζεται στο ότι η νέα κυβέρνηση προδιαγράφεται δικομματική και επομένως πιο σταθερή και ευέλικτη από την προηγούμενη τρικομματική κυβέρνηση που κατέρρευσε υπό το βάρος των εσωτερικών αντιφάσεων της.
Μια νέα κυβέρνηση υπό το CDU/CSU, που κέρδισε τις εκλοgές με ποσοστό 28,5% έχοντας επικεφαλής τον Φρίντριχ Μερτς, θα πρέπει να συμφωνήσει γρήγορα σχετικά με το πώς θα αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προσανατολιστεί στην ολοένα και πιο προστατευτική και εχθρική εμπορική και αμυντική πολιτική των ΗΠΑ, σημειώνει ο γερμανικός οίκος.
Με βάση τα προκαταρκτικά αποτελέσματα, το SPD (σοσιαλδημοκρατικό κόμμα) είναι πιθανό να είναι ο μοναδικός εταίρος συνασπισμού του CDU/CSU, γεγονός που αναμένεται να επιταχύνει τον σχηματισμό κυβέρνησης με λιγότερους συμβιβασμούς σε σύγκριση με την εναλλακτική λύση ενός συνασπισμού τριών κομμάτων, στον οποίο θα συμμετείχε και το κόμμα των Πρασίνων.
«Μια ευρεία συμφωνία, με την οποία το SPD θα συμφωνήσει στις μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς που ζητά το CDU και αυτό με τη σειρά του θα συμφωνήσει να υπάρξει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος, κυρίως για την άμυνα και τις επενδύσεις, θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης της Γερμανίας», σημειώνει ο Scope.
Πρόκληση η μεταρρύθμιση του φρένου χρέους
Παρόλα αυτά, η μεταρρύθμιση του συνταγματικά κατοχυρωμένου φρένου χρέους της Γερμανίας θα παραμείνει πρόκληση, καθώς τα τρία κορυφαία κεντρώα κόμματα (CDU/CSU, SPD και Πράσινοι) υπολείπονται οριακά της απαιτούμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των δύο τρίτων που απαιτείται για την τροποποίηση του συντάγματος.
Οποιεσδήποτε αλλαγές θα απαιτούσαν επομένως την υποστήριξη του ακροδεξιού κόμματος AfD ή του ακροαριστερού κόμματος Linke, τα οποία είναι και τα δύο απρόθυμα να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες.
Μεγάλο έλλειμμα αμυντικών δαπανών
Η Γερμανία πρέπει να αυξήσει τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών της όχι μόνο λόγω των επενδύσεων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας, αλλά και λόγω της πίεσης για αύξηση των αμυντικών δαπανών, η οποία έχει ενταθεί με την απροθυμία της κυβέρνησης Τραμπ να συνεχίσει να χρηματοδοτεί την ασφάλεια της Ευρώπης
Τα κράτη μέλη της ΕΕ στο ΝΑΤΟ εξετάζουν το ενδεχόμενο να αυξήσουν τη δέσμευσή τους για αμυντικές δαπάνες στο 3% από 2% του ΑΕΠ. Αυτό θα άφηνε πολλές χώρες με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, αποδυναμώνοντας το πιστωτικό τους προφίλ.
Μόλις εξαντληθεί το ειδικό ταμείο αμυντικών δαπανών της Γερμανίας ύψους 100 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2026, το δημοσιονομικό κενό της θα είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, περίπου στο 13,8% των εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτό συγκρίνεται με το δημοσιονομικό αντίκτυπο της Ιταλίας και της Γαλλίας που είναι περίπου 5%.
Ο στόχος του 3% δεν έχει επιτευχθεί από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και θα απαιτούσε να διατεθεί για την άμυνα περισσότερο από το ένα τέταρτο του τρέχοντος προϋπολογισμού της Γερμανίας.
Η μείωση άλλων δημόσιων δαπανών ή η αύξηση των φόρων, προκειμένου να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες χωρίς να επηρεαστεί το έλλειμμα, φαίνεται εξαιρετικά απίθανη βραχυπρόθεσμα.
Κοινή χρηματοδότηση αμυντικών δαπανών;
Επομένως, η νέα κυβέρνηση ενδέχεται να χρειαστεί να βασιστεί σε ανανεωμένα ειδικά κονδύλια, η έγκριση των οποίων θα απαιτούσε επίσης κοινοβουλευτική υπερψήφιση των δύο τρίτων.
Με τη σύσταση του νέου κοινοβουλίου εντός των επόμενων 30 ημερών, τα τρία κορυφαία κεντρώα κόμματα έχουν μια μικρή περίοδο κατά την οποία θα μπορούσαν θεωρητικά να συμφωνήσουν είτε στη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους είτε στην εφαρμογή ενός ειδικού ταμείου για την άμυνα.
Τυχόν αδυναμία μεταρρύθμισης του φρένου χρέους ή έγκρισης ειδικών ταμείων θα μπορούσε να επηρεάσει τη γερμανική κυβέρνηση, ώστε να υποστηρίξει την κοινή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της άμυνας είτε μέσω υπερεθνικών θεσμών, όπως η ΕΕ, είτε μέσω ενός νεοσύστατου χρηματοδοτικού μέσου.
Πέρα από την αύξηση των αμυντικών δαπανών, η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει έναν δύσκολο κατάλογο μεταρρυθμιστικών προτεραιοτήτων: να χαράξει μια σαφή βιομηχανική στρατηγική, να εκσυγχρονίσει την ενεργειακή υποδομή της Γερμανίας και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που έχουν καθυστερήσει εδώ και καιρό στη φορολογία, το συνταξιοδοτικό σύστημα και την αγορά εργασίας.
«Μαζί, τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να ενισχύσουν την οικονομική ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας, να βελτιώσουν τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας και να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες πιέσεις στον τομέα της άμυνας και της κοινωνικής πρόνοιας», καταλήγει ο Scope.